Παρασκευή 6 Νοεμβρίου 2015

ERMIONH 1940- 1946


Ο  ΜΑΚΗΣ  Ο ΝΑΚΟΣ  ΔΙΗΓΕΙΤΑΙ

Από τη στροφή που πάμε για τον Άγιο Γιάννη μέχρι και το σπίτι και το ναυπηγείο του Απόστολου του Κοτταρά, υπήρχε μια σειρά από κυπαρίσσια που ορισμένα υπάρχουν και σήμερα. Προς ανατολάς άρχιζε το πευκοδάσος του Μπιστιού. Προς δυσμάς ήταν η περιοχή του Αγίου Αθανασίου, χωρίς σπίτια με το μοναδικό του Παπαφραγκου και όλος ο άλλος χώρος ήταν γεμάτος αγριόχορτα, μπόσκες (Κρεμμύδες που πουλάνε τη Πρωτοχρονιά για το καλό του χρόνου) και καραμπούσια . Το 1939 φτιάξανε τον παραλιακό δρόμο μέχρι το φανάρι, κάψανε πάρα πολλά πεύκα τα οποία έφταναν μέχρι και τα κυκλώπεια και Ενετικά τείχη στο σημείο που αρχίζει η ανηφοριά που πάει προς το φανάρι, αριστερά στα βράχια είχε μείνει ένα κομμάτι ενετικού τείχους,  που από μέσα από την Ερμιόνη έμοιαζε σαν καραβάκι και τη θέση αυτή στη κατοχή τη λέγαμε καραβάκι, στην κατοχή σε μια θεομηνία καταστράφηκε εντελώς, έτσι έγινε όπως είναι και σήμερα, ο δρόμος που ένα διάστημα ήταν η περατζάδα,  περίπατος των ανδρών και γυναικών  Ερμιονιτών, διότι για τις γυναίκες ότι μόδα φοριόταν  στην Ερμού της Αθήνας, φοριόταν και στο Μπίστι της Ερμιόνης…. Η  θάλασσα στο λιμάνι και στα Μανδράκια ήταν πεντακάθαρη, κανένας βόθρος δεν έπεφτε στη θάλασσα διότι οι απόπατοι ήσαν στεγανοί και αρκετούς τους άδειαζαν. Κολύμπι κάναμε και στο λιμάνι, πέφτοντας από τα καΐκια και από το μόλο και στην άκρη μεριά, δεξιά του λιμανιού όταν το φτιάχνανε, είχαν αφήσει δυο μπλόκα στο πάτο της θάλασσας, εκεί ρίχναμε πετονιές και πιάναμε ροφόπουλα, η θάλασσα βρώμισε όταν ήρθε το νερό στην πόλη και τα σπίτια έφτιαξαν αποχετευτικό σύστημα, που δεν υπήρχε και μοιραίως από τα πλυσίματα και καθαρίσματα στα σπίτια και στα μαγαζιά όλ α τα απόβλητα μαζί πήγαιναν στη θάλασσα, ευτυχώς τώρα με το βιολογικό τα νερά είναι καθαρά. Στο λιμάνι δεν υπήρχαν περιπτερά  μόνο καφενεία, μαγαζιά και ταβέρνες, θα περιγράψω όσα θυμάμαι , στο βόρειο λιμάνι ήταν το σπίτι όπως είναι σήμερα, του  Ανδρέα Πραχαλιά, κάτω μπακάλικο και στο βάθος ταβέρνα. Στη ταβέρνα σύχναζαν καραβοκύρηδες και πολλές φορές ο Μιχάλης ο Παπαμιχάλης (Γιαταγάνας) ο οποίος συνήθιζε να παίρνει μισή οκά κρασί να βγαίνει στην πόρτα του μαγαζιού και να το χύνει στο δρόμο, εις υγεία των πεθαμένων, επίσης ποτέ δεν πλήρωνε όταν ήταν … εν ευθυμία, αλλά την άλλη μέρα ενθυμούμενος ακριβώς το λογαριασμό. Βαδίζοντας ανατολικά εκεί που είναι τώρα η Μαρία του Στάικου ήταν το καφενείο του Ταγκαλου και απάνω το σπίτι, πιο παλιά το καφενείο ήταν μαγαζί και το είχε νοικιάσει κάποιος ονόματι Πρωτογύρου, εγώ δεν το πρόλαβα ως μαγαζί, στο στενό μεταξύ του Πραχαλιά και του Ταγκαλου, ήταν το οδοντιατρείο το οποίο ειχε κάποια ξένη κ, Φωφό, δίπλα στου Ταγκαλου ήταν ένα μικρομάγαζο σαν περίπτερο που το είχε ο Παναγιώτης ο Σπετσιώτης (Σκουλιουφας) και πουλούσε τσιγάρα  καραμέλες και ξηρούς καρπούς. Ας σημειωθεί  ότι περιπτερά στο λιμάνι και στα Μανδράκια δεν υπήρχαν.  Στη συνέχεια ήταν η ταβέρνα του Ιωσήφ του Μερτύρη, που η Γυναικά του κυρά  Χριστίνα ήταν σπουδαία μαγείρισσα, στο πίσω μέρος ήταν η κατοικία και  πιο επάνω είχε μια μεγάλη αποθήκη, που είχαν το τυροκομείο, με τις ωραίες φέτες, μυτζήθρες, γιαούρτια, που έφτιαχνα οι γιοι του Λευτέρης,   Γιώργος και Πάνος, αρίστης ποιότητος, γνήσια και βιολογικά.      Συνεχίζεται.