Σάββατο 21 Νοεμβρίου 2015

ΕΡΜΙΟΝΗ 1940-1946


Ο ΜΑΚΗΣ Ο ΝΑΚΟΣ ΔΙΗΓΕΙΤΑΙ

Όπως έχω αναφερθεί στην αρχή η ζωή και η κίνηση, ήταν στο βόρειο λιμάνι της Ερμιόνης, στη μικρή προβλήτα, αράζανε ψαρόβαρκες και μικρό- κάϊκα. Οι βάρκες του βαποριού, γιατί τα βαπόρια δεν πλεύριζαν στη προβλήτα, αλλά σταματούσαν στο ύψος περίπου του Μύλου και από εκεί γινόταν πάντοτε η επιβίβαση και η αποβίβαση με τις βάρκες, εκεί άραζε και η μπενζίνα του Γρηγόρη του Καραγιάννη, η οποία στη διάρκεια του πολέμου και της κατοχής, έκανε τα δρομολόγια για τον Πειραιά, διότι τα βαπόρια είχαν επιταχθεί από το κράτος, για τις ανάγκες του στρατού, μεταφέροντας υλικά και εφόδια πολέμου, στο λιμάνι της Πρέβεζας.

Γιατί από εκεί γινόταν ο ανεφοδιασμός του στρατού, για το αλβανικό μέτωπο με τους Ιταλούς. Στο διάστημα της επίθεσης των Γερμανών τα περισσότερα τα βούλιαξαν τα στούκας (Γερμανικά πολεμικά αεροπλάνα). 
Στη μεγάλη προβλήτα αράζανε τα μεγάλα καΐκια, αυτά που πήγαιναν στην Μπαρμπαριά, του Απόστολου του Κατσογιώργη ο Μπαλαρμιώτης και η Αγία Μαρίνα, του Αντώνη και Γαβρίλη Γεωργίου (Σαλίακου), του Αντώνη του Νόνη (Κολινέκα), του Κοσμέτο, του Γιάννη του Οικονόμου (Νεότσιου). Παλαιότερα πηγαίνανε στη Μπιγκάζα με τα πανιά, αργότερα βάλανε μηχανές. Ερχόντουσαν και ξένα και αράζανε, προπαντός πολλά γριγρί με τις λάμπες τους με ασετιλίνη και ψάρευαν τη νύκτα στο Ερμιονικό κόλπο για αφρόψαρα και βλέπονταστα την νύκτα από μακριά σχημάτιζαν ένα ωραίο θέαμα, κατά την περίοδο που επιτρεπόταν το ψάρεμα με τις ανεμότρατες, ερχόντουσαν και αρέζανε στο λιμάνι.

Τώρα εμείς σαν μικρά παιδιά που είμαστε την εποχή αυτή, εκτός από το σχολείο, το οποίο και αυτό γινόταν μετ΄ εμποδίων λόγω του πολέμου και της κατοχής, είχαμε και τα παιχνίδια μας, ορισμένα από αυτά ηταν εποχιακα, Χριστούγεννα και πρωτοχρονιά το ρόλο, περισσότερο βέβαια για μεγαλύτερους διότι παιζότανε με χρήματα, από τα Μανδράκια γινόταν ο χαμός τις ημέρες αυτές, τις αποκριές ήταν η εποχή που φτιάνανε τις φελάνδρες (Αετούς), πηγαίναμε στου Γκόγκου και αγοράζαμε χρωματιστές κόλες και με καλάμια φτιάχναμε τις μάνες (βάσεις) και τις κολάγαμε στο σκελετό με αλεύρι, όταν δε υπήρχε σπάγκος, ξηλώναμε από πλεχτά μάλλινα τσουράπια (Κάλτσες) και φτιάχναμε την καλούμα.

Το καλοκαίρι κυρίαρχο παιχνίδι ήταν το κολύμπι και στο τέλος κάναμε απολογισμό πόσα μπάνια κάναμε, διότι οι περισσότεροι κάναμε πρωί και απόγευμα και υπολογιζόντουσαν διπλά. 

Τον Σεπτέμβριο μήνα όταν όλα ήταν έτοιμα για τον τρύγο, το λιμάνι και τα Μανδράκια γέμιζαν από άδεια ξύλινα βαρέλια του κρασιού, για να τα πλύνουν να τα καθαρίσουν και να αλλάξουν όσα στεφάνια (Κανάρια) είχαν καταστραφεί, αυτά τα περνάμε και παίζαμε, μαζεύαμε το ρετσίνι από  την λάσπη (την τρεμεντίνα) και φτιάχναμε τα φούσια.                Παλαιότερα είχα αναφερθεί στην εφημερίδα <Ερμιονίς> και στο περιοδικό της Βιβής Σκούρτη, για τα φούσια και κανάρια,

Επίσης αξέχαστα θα μας μείνουν και άλλα παιδικά παιχνίδια, το τζίτζι, το ξυλίκι (Πίτσι), το κουκούδι, η αμπάριζα, το κρυφτό, το κυνηγητό, τα πεντόβολα, τους βόλους, το μπίζ, τη μακριά γαϊδούρα, τις σβούρες, τα καρύδια, τις ασετιλίνες, ανοίγαμε μια λακκούβα ρίχναμε λίγο νερό και μέσα βάζαμε ένα κομμάτι ασετιλίνη (Ακετυλένιο), το σκεπάζαμε με ένα κουτί του γάλακτος και μία τρύπα από καρφί στο πάνω μέρος και με ένα ξύλο μακρύ με φωτιά το πλησιάζαμε στην τρυπούλα από μακριά, και αυτό πεταγόταν στα ύψη.