Ο ΜΑΚΗΣ Ο ΝΑΚΟΣ ΔΙΗΓΕΙΤΑΙ
Μπαίνοντας αριστερά από το οπωροπωλείο για να βγούμε στη
πλατειούλα, ονομαζόταν η μάνδρα του Καραγιάννη και ενδιάμεσα μέσα στη μάνδρα, ήταν
ο φούρνος του Καραγιάννη, αργότερα Βλάση και το λιοτρίβι το οποίο και αυτό δούλευε
με μηχανή, μπροστά στο σπίτι σε μια εσοχή του Λάζαρου και της Μπεμπέκας Σπετσιώτη,
με τη χουρμαδιά, ήταν μια ξύλινη κατασκευή (Παράγκα)και είχε το κρεοπωλείο ο
Παναγιώτης ο Καρδάσης πατέρας της Γιώτας της Καρδαση (Δέδε) σε αυτό δούλευε ως
παραγιός ο Σταμάτης ο Βλαχοδημήτρης με
αμοιβή μια οκά κρέας κάθε Σαββάτο.
Αριστερά στο παλιό σπίτι
κληρονόμων Κουτουλάκη, είχε τότε το γκαράζ ο Σπύρος ο Κουτουλάκης, ο
οποίος έβαζε εκεί μέσα το μοναδικό αυτοκίνητο ταξί στην Ερμιόνη, από εκεί
πηγαίνοντας προς το φαρμακείο του Αγγέλου του Παπαμιχαήλ, ήταν το ξυλουργείο
του Βασίλη και του γιού του Θόδωρου Κανέλλη και αργότερα ήταν το μπακάλικο του Αδριανού
του Γκάτσου, πατέρα του Βασίλη και Κώστα Γκάτσου, που αρχικά το μπακάλικο ο πατέρας τους το είχε στο πατρικό
του σπίτι, στη γωνία που είναι τώρα το Σουβλατζίδικο του μάστορα ήταν ένα
μικρομάγαζο, με διάφορα ψιλικά είδη ραπτικής τετράδια, βιβλία, του Γιώργου του
Μαρμαρινού πατέρας του Γιάννη και Ντίνας
Μαρμαρινού και το ονόμαζε Μικράκι, παλαιότερα είχαμε ακούσει ότι ο Γιώργος ο
Μαρμαρινός και ο Παύλος ο Φραγκούλης, με ένα Ταμπλά κρεμασμένο στο λαιμό τους
με διαφορα είδη μοδιστρικής, βγαίνανε στη γύρα για να πουλήσουν την πραμάτεια
τους και τους είχαν βγάλει ένα σατυρικό τραγούδι:
<Ο Μαρμαρινός και ο Παύλος, βγήκανε στην πάνω χώρα,να πουλήσουν
κουβαρίστρες, στρίφωμα και δακτυλήθρες, μα ο Κόσμος δεν τα παίρνει,
γιατί ψήφισαν Βερδέλη>
Σε αυτό το σπίτι που έχει φτιάξει τώρα η Λιτσα Κουτρουμπή,
εγγονή του Μαρμαρινού, ήταν το καφενείο του Γιάννη του Γκάτσου (Τζίτζα), πατέρα
του Φάνη και στο επάνω μέρος στη γωνία, απέναντι από τη Βίλα Λιλίκα, εκεί που
είχε ένα διάστημα ο Γιαννης ο Κυριαζής το ξυλουργείο, ήταν το πατρικό λιοτρίβι
του μπάρμπα Γιωργάκη του Γκάτσου, παππού του Φάνη και Μάκη Γκάτσου, εγώ το είχα
προλάβει με τη μονή πέτρα και το αλώνι ανοικτό, την πέτρα τη γύριζε ένα άλογο
και μπροστά από το άλογο ένας εργάτης με ένα φτυάρι, φτυάριζε της ελιές προς
την πετρά για να τις κάνει λάσπη, εκεί που είχε η Φρειδερίκη Κοτταρα το
καθαριστήριο, είναι το πατρικό σπίτι του Ανάργυρου και της Άννας Μπαρδάκου, όπου
η μητέρα τους κυρά Πίτσα και ο πατέρας τους Μήτσος Μπαρδάκος (Καλόστος), ειχαν
το μπακάλικο. Το Καλόστος, ήταν το παρατσούκλι του μπάρμπα Μήτσου, διότι οποίος
έμπαινε στο μαγαζί για ψώνια, άνδρας, γυναίκα, παιδιά, η πρώτη κουβέντα ήταν
καλόστους και οι Ερμιονίτες δεν θελαν και πολλά και του το κόλλησαν << ο
καλόστος>> στη γωνία απέναντι στη
Βίλα Λιλίκα, στο σημερινό σπίτι του Γιάννη Γ. Γκάτσου, ήταν το σιδηρουργείο του
Μαστρονικόλα του Λουλουδάκη, πατέρα του Γιώργου Λουλουδάκη (Κουμουνδούρου)
δίπλα στο ημιτελές σπίτι του Βασίλη του Νάκου, καθόταν ο Μανώλης ο Κοτταράς (Καραθάνος),
ο οποίος είχε το χασάπικο στου Καντρέβα στο λιμάνι, εκεί που είναι η καφετέρια
της Σοφίας Κωστελένου. Συνεχίζεται...