Ο ΜΑΚΗΣ Ο
ΝΑΚΟΣ ΔΙΗΓΕΙΤΑΙ
Στο σημείο
αυτό, άνετα θα μπορούσε να προσγειωθεί και να απογειωθεί ένα αεροπλάνο, ωστόσο
η κατοχή καλά κρατούσε από τους Γερμανούς και Ιταλούς όμως άρχισαν οι ελλείψεις
σε καταναλωτικά αγαθά, διότι πολλά αγαθά επιτάσσοντο από τα στρατεύματα κατοχής,
διότι τα ήθελαν για το εαυτό τους.
Το χρήμα
είχε χάσει την αξία του, ο πληθωρισμός είχε φτάσει στα ύψη, μαθαίναμε ότι το
εισιτήριο του ηλεκτρικού τραίνου, από Πειραιά στην Ομόνοια, είχε ένα
εκατομμύριο δρχ. Οι συναλλαγές γινόντουσαν είδος με είδος, ή με
χρυσή λίρα, στην Ερμιόνη είχαν έρθει πολύ Ερμιονίτες που έμεναν στον Πειραιά
και την Αθήνα, (επιστροφή στα Πάτρια εδάφη) διότι η πείνα και η δυστυχία, ήταν
στις μεγάλες πόλεις.
Η
συγκοινωνία γινόταν μετά καΐκια η με την Βενζίνα του Καραγιάννη, για επιβάτες
και εμπορεύματα, ελαιόξυλα, κάρβουνα,
ζαρζαβατικά, ντομάτες, πεπόνια, ότι εποχιακό φρούτο υπήρχε, πορτοκάλια, μανταρίνια
φορτωνόντουσαν από το λιμάνι της Ερμιόνης και από το Θερμίση και τα ποτόκια σε
μεγάλα καφάσια και τελάρα με Ψαριά στον πάγο, όλα για τον Πειραιά, η μαύρη
αγορά έπαιρνε και έδινε, εμείς στο Καστρί, εκτός από βασικά είδη, ζάχαρη καφέ
που λείπανε, είχαμε το λάδι, το κυριότερο από όλα και αυτό πολλές φορές πουλιόταν
μαύρη αγορά, διότι θα ήταν η χρονιά χωρίς ελαιώνα και ότι χωράφι χέρσο υπήρχε, το
σπέρναμε με στάρι, κριθάρι.
Στα
περιβόλια και στα βοστάνια, καλλιεργούσαν καλαμπόκι και η μπομπότα πίτα από καλαμποκάλευρο
και το πλιγούρι ή μπουλουχούρι (σπαστό σιτάρι) έδιναν και έπαιρναν ως βασικές τροφές,
το καλαμποκάλευρο το έφτιαχναν ψωμί, αλλά σκέτο γινόταν πάρα πολύ σκληρό και έπρεπε
να το ανακατέψουν με σιτάρι, για να τρώγεται και αυτά πολλές φορές λόγω της μεγάλης ζήτησης δεν επαρκούσαν. Θυμάμαι
μια φορά, δε μας έφτανε το αλεύρι να τηγανίσουμε τις μαρίδες, τις τηγάνισε η μητέρα
μου από τη μια μεριά και όταν τις τρώγαμε, της εκάθησε ένα αγκάθι στο λαιμό και
δεν μπορούσε να καταπιεί, ψωμί δεν υπήρχε και μου λέει, δεν πετάγεσαι δίπλα
στην κυρά ζωή, (μητέρα του Γιώργου Νοταρά)να της ζήτησης ένα κομμάτι ψωμί κόρα,
για να το φάω μήπως και φύγει το αγκάθι από το λαιμό μου.
Υπήρχαν άφθονα
θαλασσινά, ψάρια χταπόδια κλπ. Διότι ένα διάστημα είχε απαγορευτεί το ψάρεμα,
διότι κάθε πρωί ερχόταν ένα αεροπλάνο παλαιού τύπου με διπλά φτερά (δίπλανο ) και
το είχαμε βάπτιση Καρκαλέτση και όπου έβλεπε βάρκα, έριχνε προειδοποιητικούς
πολυβολισμούς, θυμίζοντας ότι υπάρχει απαγορευτικό . Συνεχίζεται …