Δευτέρα 30 Νοεμβρίου 2015

ΕΡΜΙΟΝΗ 1940-1946





 
 

 

 

 





Ο ΜΑΚΗΣ Ο ΝΑΚΟΣ ΔΙΗΓΕΙΤΑΙ
Στο ΕΑΜ στην οργάνωση των ανταρτών, ήσαν και πολλοί Ερμιονίτες , της οποίας οργάνωσης, αρχηγός ήταν ο Τάσος Κακαβούτης, γεωπόνος το επάγγελμα, όχι όμως από την Ερμιόνη, ήταν από τα μέρη της Μακεδονίας, είχε διοριστεί στο ΕΑΜ στην οργάνωση των ανταρτών, ήσαν και πολλοί Ερμιονίτες , της οποίας οργάνωσης, αρχηγός ήταν ο Τάσος Κακαβούτης, γεωπόνος το επάγγελμα, όχι όμως από την Ερμιόνη, ήταν από τα μέρη της Μακεδονίας είχε διοριστεί στο ΕΑΜ στην οργάνωση των ανταρτών ήσαν και πολλοί   Ερμιονίτες , όχι όμως από την Ερμιόνη, ήταν από τα μέρη της Μακεδονίας, είχε διοριστεί από το Κράτος, στην επαρχία τη δική μας και η διαμονή του ήταν στην Ερμιόνη.
Ο πόλεμος και η κατοχή τον βρήκε στα μέρη τα δικά μας και στη οργάνωση ήταν το Α και το Ω με λίγα λόγια έλυνε καί έδενε.
Ένα πρωί κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου των ανταρτών, βλέπουμε αραγμένο στο Μανδράκι του Τροκαντερό, ένα υδροπλάνο, κόσμος παιδία χαζεύαμε το γεγονός και από ότι μάθαμε την νύκτα, κάπου στο μπουγάζι, πετάγανε κόκκινες φωτοβολίδες, χωρίς να ξέρουμε τι συνέβαινε εκεί στο σημείο αυτό πήγε το καΐκι του Νίκου του Μαρόγιαννη (Τσουλή) και αλλα μικρό- καίκα το ρυμούλκησαν και σιγά σιγά το έφεραν έξω στα μανδράκι διότι είχε μείνει από καύσιμα το τι γινόταν μέσα στο υδροπλάνο δεν ήξερε κανείς τίποτα θα το μαθαίναμε όμως σε λίγο διότι κάποια στιγμή κατά την 11η ώρα προσθαλασσώνεται στα Μανδρακια ένα άλλο υδροπλάνο όχι όμως σαν αυτό που ήταν αραγμένο στον Τροκαντερό, αυτό ήταν αεράκατος δηλαδή δεν είχε βάρκες στα φτερά του, αλλά όλη η άτρακτος έπλεε πάνω στο νερό. Σιγά σιγά ζύγωσε κοντά του, αλλά δεν μπορούσε να πιάσει  δίπλα και έτσι ήλθε και άραξε στο Μανδρακι, που ήταν στο σπίτι της Ανθούλας Δουρούκου Λαζαρίδου.

Πέταξε ένα μεγάλο παλαμάρι από χονδρό σχοινί, αλλά δεν είχαν που να το δέσουν, οπότε ο πατέρας της Ανθούλας ανοίγει την αυλόπορτα όπως είναι σήμερα, γιατί μέσα στην αυλή υπήρχε ένας μεγάλος φοίνικας, όπου δένουν την άκρη γύρω από τον φοίνικα και αρχίζουν να βγάζουν από αυτό πού ήταν αραγμένο στο Τροκαντερό, φορεία με τραυματίες και να τους μεταφέρουν στην αεράκατο, αφού τελείωσαν  πέταξαν και μια μεγάλη μάνικα και έδωσαν καύσιμα στο υδροπλάνο, οποίο έφυγε πρώτο και  μετά ετοιμάστηκε να φύγει το άλλο, αφού έβαλε εμπρός τις μηχανές και είχε αρχίσει να απομακρύνεται, ήταν όμως ακόμα δεμένο στο φοίνικα, το σχοινί είχε τεντωθεί και αυτοί φώναζαν να το λύσουν, οπότε εκεί ήταν ο Μήτσος ο Μήτσου και φώναζε του πατέρα της ανθούλας,  να του δώσει ένα μαχαίρι να κόψει το σχοινί, πράγματι ο μπάρμπα Νίκος του έφερε το μαχαίρι, αλλά ο Μήτσος δεν πήγε να το κόψει από τον φοίνικα, αλλά έτρεξε στην άκρη του Μντρακιού και από εκεί το έκοψε και η αεράκατος έφυγε.   



 

 

 

 

 

 

Ο ΜΑΚΗΣ Ο ΝΑΚΟΣ ΔΙΗΓΕΙΤΑΙ

Στο ΕΑΜ στην οργάνωση των ανταρτών, ήσαν και πολλοί Ερμιονίτες , της οποίας οργάνωσης, αρχηγός ήταν ο Τάσος Κακαβούτης, γεωπόνος το επάγγελμα, όχι όμως από την Ερμιόνη, ήταν από τα μέρη της Μακεδονίας, είχε διοριστεί στο ΕΑΜ στην οργάνωση των ανταρτών, ήσαν και πολλοί Ερμιονίτες , της οποίας οργάνωσης, αρχηγός ήταν ο Τάσος Κακαβούτης, γεωπόνος το επάγγελμα, όχι όμως από την Ερμιόνη, ήταν από τα μέρη της Μακεδονίας είχε διοριστεί στο ΕΑΜ στην οργάνωση των ανταρτών ήσαν και πολλοί   Ερμιονίτες , όχι όμως από την Ερμιόνη, ήταν από τα μέρη της Μακεδονίας, είχε διοριστεί από το Κράτος, στην επαρχία τη δική μας και η διαμονή του ήταν στην Ερμιόνη.
Ο πόλεμος και η κατοχή τον βρήκε στα μέρη τα δικά μας και στη οργάνωση ήταν το Α και το Ω με λίγα λόγια έλυνε  καί έδενε.

Ένα πρωί κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου των ανταρτών, βλέπουμε αραγμένο στο Μανδράκι του Τροκαντερό, ένα υδροπλάνο, κόσμος παιδία χαζεύαμε το γεγονός και από ότι μάθαμε την νύκτα, κάπου στο μπουγάζι, πετάγανε κόκκινες φωτοβολίδες, χωρίς να ξέρουμε τι συνέβαινε εκεί στο σημείο αυτό πήγε το καΐκι του Νίκου του Μαρόγιαννη (Τσουλή) και αλλα μικρό- καίκα το ρυμούλκησαν και σιγά σιγά το έφεραν έξω στα μανδράκι διότι είχε μείνει από καύσιμα το τι γινόταν μέσα στο υδροπλάνο δεν ήξερε κανείς τίποτα θα το μαθαίναμε όμως σε λίγο διότι κάποια στιγμή κατά την 11η ώρα προσθαλασσώνεται στα Μανδρακια ένα άλλο υδροπλάνο όχι όμως σαν αυτό που ήταν αραγμένο στον Τροκαντερό, αυτό ήταν αεράκατος δηλαδή δεν είχε βάρκες στα φτερά του, αλλά όλη η άτρακτος έπλεε πάνω στο νερό. Σιγά σιγά ζύγωσε κοντά του, αλλά δεν μπορούσε να πιάσει  δίπλα και έτσι ήλθε και άραξε στο Μανδρακι, που ήταν στο σπίτι της Ανθούλας Δουρούκου Λαζαρίδου.


Πέταξε ένα μεγάλο παλαμάρι από χονδρό σχοινί, αλλά δεν είχαν που να το δέσουν, οπότε ο πατέρας της Ανθούλας ανοίγει την αυλόπορτα όπως είναι σήμερα, γιατί μέσα στην αυλή υπήρχε ένας μεγάλος φοίνικας, όπου δένουν την άκρη γύρω από τον φοίνικα και αρχίζουν να βγάζουν από αυτό πού ήταν αραγμένο στο Τροκαντερό, φορεία με τραυματίες και να τους μεταφέρουν στην αεράκατο, αφού τελείωσαν  πέταξαν και μια μεγάλη μάνικα και έδωσαν καύσιμα στο υδροπλάνο, οποίο έφυγε πρώτο και  μετά ετοιμάστηκε να φύγει το άλλο, αφού έβαλε εμπρός τις μηχανές και είχε αρχίσει να απομακρύνεται, ήταν όμως ακόμα δεμένο στο φοίνικα, το σχοινί είχε τεντωθεί και αυτοί φώναζαν να το λύσουν, οπότε εκεί ήταν ο Μήτσος ο Μήτσου και φώναζε του πατέρα της ανθούλας,  να του δώσει ένα μαχαίρι να κόψει το σχοινί, πράγματι ο μπάρμπα Νίκος του έφερε το μαχαίρι, αλλά ο Μήτσος δεν πήγε να το κόψει από τον φοίνικα, αλλά έτρεξε στην άκρη του Μντρακιού και από εκεί το έκοψε και η αεράκατος έφυγε.   

Κυριακή 29 Νοεμβρίου 2015

ΕΡΜΙΟΝΗ 1940-1946


Ο ΜΑΚΗΣ Ο ΝΑΚΟΣ ΔΙΗΓΕΙΤΑΙ

Μια μέρα επί Ιταλών, η Άννα η Αρβανιτάκη, αδελφή του Κώστα που είχε το ταξί, καλή της ώρα αν ζει ακόμα στην Αμερική, όπου είχε φύγει από μικρή, είχε κλέψει ένα αντίσκηνο από την Καζάρμα και το είχε κρύψει στο κουλούρι, οι Ιταλοί έψαχναν να το βρουν σε όλα τα σπίτια της Ερμιόνης, αλλά η Άννα και το αντίσκηνο είχε εξαφανιστεί. Όταν πήγα μια χρονιά στην Αμερική να επισκεφτώ την αδελφή μου, που και αυτή είχε φύγει από μικρή, την πήρε στο τηλέφωνο, γιατί έμενε σε άλλη πόλη της Καλιφόρνιας και λέω στην αδελφή μου μόλις τελειώσεις την ομιλία, δώσε μου την χωρίς να της πεις ότι είμαι εδώ, ούτε το όνομα μου.  

Πράγματι μόλις τελείωσε μου την έδωσε και εγώ άρχισα να της σιγοτραγουδώ ένα σατυρικό τραγούδι, που είχε κυκλοφορήσει εκείνο τον καιρό για κάποια πρόσωπα της Ερμιόνης και της θύμισα το αντίσκηνο που είχε κλέψει από τους Ιταλούς, αυτή τρελάθηκε και μου έλεγε συνεχώς, βρέ ποίος είσαι που μου θύμησες αυτά τα γεγονότα, που έχουν γίνει πριν 52 χρόνια στην Ερμιόνη, όταν της είπα ποίος είμαι, γιατί ήμαστε φίλοι με τον μικρό της αδελφό τον Ανάργυρο (Νάργο), που είναι και αυτός στην Αμερική, Βρέ διάβολε που τα θυμήθηκες όλα αυτά και μετά με ρωτούσε για ορισμένα πρόσωπα που θυμόταν από την Ερμιόνη και άλλα γεγονότα πρόσφατα από το Καστρί.


Εκείνοι που υπέφεραν πολύ από τη πείνα στην περιοχή μας, ήσαν οι Υδραίοι και οι Σπετσιώτες, φορτώνανε τα καΐκια από τα υπάρχοντα τους μέχρι και κουφώματα από τα σπίτια τους ξηλώνανε και τα έφερναν στην Ερμιόνη και τα πουλούσαν για μια οκά λάδι ή μισή οκά ρύζι, από την Ολλανδία. Το καλοκαίρι του 1943 έγινε και το γεγονός της αυτοκτονίας του Βρούνο Φαρίνα, ενός Ιταλού στρατιώτη που υπηρετούσε τότε στα στρατεύματα κατοχής στην Ερμιόνη.                                             

Οι Ιταλοί καθίσανε στην Ερμιόνη από τον Οκτώβριο του 1941 μέχρι 8-10 Σεπτεμβρίου του 1943, τότε έγινε η συνθηκολόγηση των Ιταλών με τους Συμμάχους, οπότε ξυπνάμε ένα πρωί τις μέρες αυτές και η Καζάρμα είχε λεηλατηθεί, δεν υπήρχε τίποτα μέσα και οι Ιταλοί είχαν γίνει Λούηδες, διότι φοβόντουσαν τους Γερμανούς, αν τους έβρισκαν θα τους σκότωναν, μερικοί έμειναν στην περιοχή τη δική μας και με τη Βοήθεια μας τους δώσαμε και πολιτικά ρούχα, τους κρύψαμε και όταν τελείωσε ο πόλεμος φύγανε για την Πατρίδα τους, οπότε και η Ερμιονίδα έγινε πλέον ανταρτοκρατούμενη, διότι οι Γερμανοί δεν είχαν στρατιώτες να στείλουν για φρουρά, γιατί είχαν ανοίξει πολλά μέτωπα και οι αντάρτες λύνανε και δένανε, είχαν επιτάξει το ισόγειο σπίτι της οικογένειας Παπαδοπούλου, το σημερινό εστιατόριο του σπυρανδρέα και το είχαν φρουραρχείο.


Το Ε.Λ.Α.Ν το ναυτικό τμήμα του ΕΑΜ, είχε επιτάξει ένα Κοιλαδιώτικο γρήγορο καΐκι πρώην ανεμότρατα, χωρίς κατάρτι και ένα μυδραλιοβόλο στην πλώρη, με ορισμένα τσουβάλια άμμο, που προστάτευαν τον πυροβολητή, το οποίο το είχαν ονομάσει πειρατικό και έκανε δολιοφθορές στα επίτακτα καΐκια των Γερμανών, που περνούσαν ανοικτά από την Ζούρβα (Ύδρα) με προορισμό την Κρήτη. Συνεχίζεται

Ο ΜΑΚΗΣ Ο ΝΑΚΟς ΔΙΗΓΕΊΤΑΙ


Ο ΜΑΚΗΣ Ο ΝΑΚΟΣ ΔΙΗΓΕΙΤΑΙ            

Στο σημείο αυτό, άνετα θα μπορούσε να προσγειωθεί και να απογειωθεί ένα αεροπλάνο, ωστόσο η κατοχή καλά κρατούσε από τους Γερμανούς και Ιταλούς όμως άρχισαν οι ελλείψεις σε καταναλωτικά αγαθά, διότι πολλά αγαθά επιτάσσοντο από τα στρατεύματα κατοχής, διότι τα ήθελαν για το εαυτό τους.         

Το χρήμα είχε χάσει την αξία του, ο πληθωρισμός είχε φτάσει στα ύψη, μαθαίναμε ότι το εισιτήριο του ηλεκτρικού τραίνου, από Πειραιά στην Ομόνοια, είχε ένα εκατομμύριο δρχ. Οι συναλλαγές γινόντουσαν είδος με είδος, ή με χρυσή λίρα, στην Ερμιόνη είχαν έρθει πολύ Ερμιονίτες που έμεναν στον Πειραιά και την Αθήνα, (επιστροφή στα Πάτρια εδάφη) διότι η πείνα και η δυστυχία, ήταν στις μεγάλες πόλεις.

Η συγκοινωνία γινόταν μετά καΐκια η με την Βενζίνα του Καραγιάννη, για επιβάτες και εμπορεύματα,  ελαιόξυλα, κάρβουνα, ζαρζαβατικά, ντομάτες, πεπόνια, ότι εποχιακό  φρούτο υπήρχε, πορτοκάλια, μανταρίνια φορτωνόντουσαν από το λιμάνι της Ερμιόνης και από το Θερμίση και τα ποτόκια σε μεγάλα καφάσια και τελάρα με Ψαριά στον πάγο, όλα για τον Πειραιά, η μαύρη αγορά έπαιρνε και έδινε, εμείς στο Καστρί, εκτός από βασικά είδη, ζάχαρη καφέ που λείπανε, είχαμε το λάδι, το κυριότερο από όλα και αυτό πολλές φορές πουλιόταν μαύρη αγορά, διότι θα ήταν η χρονιά χωρίς ελαιώνα και ότι χωράφι χέρσο υπήρχε, το σπέρναμε με στάρι, κριθάρι.

Στα περιβόλια και στα βοστάνια, καλλιεργούσαν καλαμπόκι και η μπομπότα πίτα από καλαμποκάλευρο και το πλιγούρι ή μπουλουχούρι (σπαστό σιτάρι) έδιναν και έπαιρναν ως βασικές τροφές, το καλαμποκάλευρο το έφτιαχναν ψωμί, αλλά σκέτο γινόταν πάρα πολύ σκληρό και έπρεπε να το ανακατέψουν με σιτάρι, για να τρώγεται και αυτά πολλές φορές  λόγω της μεγάλης ζήτησης δεν επαρκούσαν. Θυμάμαι μια φορά, δε μας έφτανε το αλεύρι να τηγανίσουμε τις μαρίδες, τις τηγάνισε η μητέρα μου από τη μια μεριά και όταν τις τρώγαμε, της εκάθησε ένα αγκάθι στο λαιμό και δεν μπορούσε να καταπιεί, ψωμί δεν υπήρχε και μου λέει, δεν πετάγεσαι δίπλα στην κυρά ζωή, (μητέρα του Γιώργου Νοταρά)να της ζήτησης ένα κομμάτι ψωμί κόρα, για να το φάω μήπως και φύγει το αγκάθι από το λαιμό μου.

Υπήρχαν άφθονα θαλασσινά, ψάρια χταπόδια κλπ. Διότι ένα διάστημα είχε απαγορευτεί το ψάρεμα, διότι κάθε πρωί ερχόταν ένα αεροπλάνο παλαιού τύπου με διπλά φτερά (δίπλανο ) και το είχαμε βάπτιση Καρκαλέτση και όπου έβλεπε βάρκα, έριχνε προειδοποιητικούς πολυβολισμούς, θυμίζοντας ότι υπάρχει απαγορευτικό .  Συνεχίζεται …

 

        

 

 

 

Παρασκευή 27 Νοεμβρίου 2015

ΕΡΜΙΟΝΗ 1940 - 1946

 O ΜΑΚΗΣ Ο ΝΑΚΟΣ ΔΙΗΓΕΙΤΑ  

Το Καποδιστριακό χρησιμοποιείτο και ως Δικαστήριο και για αυτό η έδρα ήταν υπερυψωμένη, οι άλλες τάξεις κάνανε μάθημα στην εκκλησία της Παναγίτσας του λιμανιού και στο σχολείο του Συγγρού. Εκείνη την εποχή  οι δάσκαλοι μας ήσαν, οι αείμνηστοι: Διευθυντής Μιχάλης Παπαβασιλείου, δασκάλες οι Κατίνα Παπαβασιλείου, Κατίνα Βρεττού, Κική Οικονόμου, και το ζεύγος Βαρελά, οι οποίοι αν και ήταν η εποχή (Το ξύλο βγήκε από τον Παράδεισο) εμείς τους θυμόμαστε με αγάπη και απέραντο σεβασμό, ως πρώτοι διδάξαντες σε δύσκολες εποχές.

Όταν οι Ιταλοί εγκαταστάθηκαν  στο Δημοτικό σχολείο (Δημαρχείο), η πρώτη τους δουλειά ήταν να το περιφράξουν Γύρω, γύρω με συρματόπλεγμα, εκεί που τώρα γίνονται οι εκδηλώσεις επάνω σε μια βάσει τοποθέτησαν ένα μυδραλιοβόλο ( Μεγάλο πολυβόλο) και το κυριότερο έκτισαν και μία τουαλέτα, διότι έως τότε χρησιμοποιούσαμε τις γκουλούμες στο Κουλούρι και τη συκιά στη μπανιέρα, η πολλές φορές στα κοντινά σπίτια     Μέσα στο σχολείο, στην αίθουσα που ήταν χωρισμένη στα δύο με μια ξύλινη κατασκευή, στη μέση άνοιγε και γινόταν μια μεγάλη αίθουσα, για τα θέατρα που παίζαμε και για διάφορες εκδηλώσεις .

Στο δυτικό σημείο οι Ιταλοί κτίσανε μια μακρόστενη κουζίνα μέσα στην οποία υπήρχε και φούρνος που τον χρησιμοποιούσαν και για τα φαγητά τους και για το ψωμί που έφτιαχναν κάθε μέρα. Την θυμάμαι πολύ καλά διότι μια μέρα παίζαμε με το Γιώργο το Νοταρά στα κάγκελα του Καραγιάννη (Πατεράκη)και μας φώναξε ένας Ιταλός, μας έβαλε μέσα στο μεγάλο διάδρομο, είχε έτοιμο ένα τενεκέ με πετρέλαιο με μια φασίνα μέσα και καθαρίσαμε όλο το διάδρομο και όταν τελειώσαμε μας πήγε μέσα στη κουζίνα μόλις είχε βγει το ψωμί, μας έδωσε από μια κουραμάνα (φραντζόλα) για αυτό θυμάμαι την κουζίνα τους επειδή όμως τα χέρια μας ήταν από πετρέλαιο, πιάσαμε την κουραμάνα με τους αγκώνες για να μη μυρίσει πετρέλαιο και πήγα τρέχοντας απέναντι στο σπίτι μου και έφαγα με βουλιμία το άσπρο ψωμί, διότι το βλέπαμε τότε με τα κιάλια, 

Η κεντρική είσοδος της καζάρμες ήταν στη Βόρεια δυτική πλευρά εκεί που είναι τώρα κάτι δένδρα στη γωνία στο δρόμο που πάμε να βγούμε στο Κάβο. Στην είσοδο μέρα νύκτα υπήρχε φρουρά (σκοπός) εκεί κάθε πρωί ένα διάστημα μαζεύονταν νέοι άνδρες, αφού από την προηγουμένη μέρα τους είχαν ειδοποιήσει, με ξινιάρια τσάπες και φτυαριά και συνοδεία τους πήγαιναν στα ευκάλυπτα, την περιοχή τότε τη λέγαμε Ιριώτικα, είχαν έρθει οικογένειες από τα Ιρια, Πολίτης, Καλιάνος και άλλοι, είχαν νοικιάσει την περιοχή αυτή από το Μοναστήρι και καλλιεργούσαν τα καλοκαίρια ντομάτες πεπόνια και έδιναν στο Μοναστήρι το γεμουρο (αποδοτικό τέλος).

Θα υπολογίσουμε μια περιοχή αριστερά του δρόμου όπως ανεβαίναμε για το Μοναστήρι, μέχρι σχεδόν τα βουλγαρείκα, η περιοχή ήταν χέρσα και όπου υπήρχε επίπεδο σημείο οι Ιταλοί έβαζαν τους άνδρες που έφερναν από την Ερμιόνη και άνοιγαν χαρακώματα, κάτι μεγάλους λάκκους 5 έως 6 μέτρα μήκος με 50-60 πόντους πλάτος και 40 πόντους βάθος, γιατί φοβοντουσαν τους συμμάχους μηπως το χρησιμοποιήσουν για αεροδρόμιο.

Συνεχίζεται...

 


 


         

Πέμπτη 26 Νοεμβρίου 2015

ΕΡΜΙΟΝΗ 1940-1946


O ΜΑΚΗ Ο ΝΑΚΟΣ ΔΙΗΓΕΙΤΑΙ

Ο Γερμανοί στην Ερμιόνη περισσότερο συμπεριφερόντουσαν σαν τουρίστες και ενδιαφέρονταν πολύ για τους αχινούς της θάλασσας. Μία μέρα του καλοκαιριού στο Αλατοβούνη έπιασε φωτιά και προσπαθούσαν να μαζέψουν άνδρες, για να πάνε να την σβήσουν, αλλά με τι μέσα να πήγαιναν εκεί, και ένα μέρος του κάηκε. Στο διάστημα που εκάθησαν από Μάη του 41 έως Οκτώβρη του 41 δεν δημιούργησαν κανένα πρόβλημα, έφυγαν και ήρθαν καμιά 15 Ιταλοί, η στρατιωτική τους στολή ήταν πράσινη και φορούσαν ένα καπέλο, που στο αριστερό του μέρος είχε ένα κοκορόφτερο.

 Επιτάξανε το σπίτι του μπάρμπα Αποστόλη του Κατσογιώργη, όχι το διώροφο το πατρικό, αλλά το σημερινό τριώροφο, και το ονόμασαν Καζάρμα, σπίτι του στρατού, οι περισσότεροι ήσαν καλοί άνθρωποι, τους άρεσαν τα τραγούδια με τις κιθάρες, πιάσανε φιλίες με τους  Ερμιονίτες, ερχόντουσαν τακτικά τις Κυριακές στις εκκλησίες, τους άρεσε το κρασί, πήγαιναν πολλές φορές στις ταβέρνες, υπήρχαν όμως και τα φασιστόμουτρα που δημιουργούσαν προβλήματα με τους  ντόπιους, αλλά τι να κάναμε ήταν στρατός κατοχής και έπρεπε μερικά πράγματα να τα υποστούμε .

Θυμάμαι το Πάσχα του 42 δεν μας άφησαν να κάνουμε Ανάσταση έξω και υποχρεωτικά η Ανάσταση έγινε μέσα, φαίνεται είχαν μάθει ότι στην Ορθόδοξη Ανάσταση, γίνεται χαμός από τα βαρελότα και τα τρίγωνα, για αυτό και το απαγόρευσαν, αλλά το τι έγινε εκείνο το Πάσχα μέσα στην εκκλησία δεν περιγράφεται, είχαν κυκλοφορήσει τότε κάτι κροτίδες, σαν τις καραμέλες τσάρλεστον, είχαν μέσα πυρίτιδα και στο χαρτί ένα είδος  βούλας, σαν καψούλι, με το πέταγμα κάτω με δύναμη με το χέρι, γινόταν έκρηξη, ντουμάνιαζε από τους καπνούς η εκκλησία και  καήκανε πολλές κάλτσες και φορέματα γυναικών, οπότε την άλλη χρονιά το Πάσχα μας άφησαν οι Ιταλοί και κάναμε Ανάσταση έξω στην εξέδρα.
Γινόντουσαν και ορισμένα γεγονότα εις βάρος Ερμιονιτών τα οποία εμείς που ήμαστε μικροί τότε δεν μπορούσαμε να έχουμε γνώμη και κρίση για τα δρώμενα και λεγόμενα εις βάρος των ντόπιων.  

Φαίνεται ότι το σπίτι αυτό του μπάρμπα Αποστόλη δεν τους βόλευε και μετά από κάμποσους μήνες φεύγουν και μετακινούνται στο δημοτικό σχολείο (Δημαρχείο) αφήνουν ελεύθερη τη Βορινή αίθουσα, στην οποία έκανε μάθημα η Τετάρτη δημοτικού, με δασκάλα την κυρία Κατίνα Παπαβασιλείου, οι υπόλοιπες τάξεις μοιραστήκανε και κάναμε μάθημα στο Καποδιστριακό, στην αίθουσα που μας έκανε μάθημα η κυρία Κατίνα Βρεττού. Συνεχίζεται…

 

 

  

Τετάρτη 25 Νοεμβρίου 2015

ΕΡΜΙΟΝΗ 1940-1946


Ο ΜΑΚΗΣ Ο ΝΑΚΟΣ ΔΙΗΓΕΙΤΑΙ

Στην Ερμιόνη, τις μέρες αυτές ήρθαν δύο επίταχτα Βαπόρια, το ένα το λέγανε Ολλανδία της εταιρίας Καλιμανόπουλου, περίπου 8.000 τόνων με γενικό φορτίο, το οποίο προοριζόταν για το μέτωπο της Αλβανίας και προσπαθούσαν να σωθούν πηγαίνοντας προς την Κρήτη.

 Το Ολλανδία το άραξαν στο Μουζάκι, δυτικά από την σπίθα του μπουγαζιού, εκεί που είναι κάτι κάθετες σχισμές στο βουνό και το άλλο ένα πολύ μικρότερο, πάλι της ιδίας εταιρίας ο Τάσος, στον Κουταβά, κάτω από τα κτήματα του Κατσαρού, αυτό ήταν γεμάτο με βαρέλια και δοχεία  πετρέλαιο και  βενζίνα.

 Το Ολλανδία (θα αναφερθώ σε χρονικό άλλη φορά )το άραξαν σε σημείο που δεν μπορούσαν να το κτυπήσουν τα στουκας, τα οποία ήταν τρομερά αεροπλάνα, καθέτου εφορμήσεως, κατέβαιναν πολύ χαμηλά αλλά εκεί μπροστά τους ήταν το βουνό, δεν μπορούσαν να φύγουν. Επί τρείς ημέρες το κτυπούσαν με βόμβες, αλλά δεν μπορούσαν να το βουλιάξουν και αναγκάστηκε το πλήρωμα ένα βράδυ, να το βουλιάξουν και να πάει στον πάτο, με όλο το εμπόρευμα που είχε, το ίδιο έγινε και με τον Τάσος στον Κουταβα, αυτό βούλιαξε με τη πλώρη και η πρύμη ήταν έξω από την επιφάνεια της θάλασσας.       

Την νύκτα πριν το βουλιάξουν, έγινε το πλιάτσικο, δεν άφησαν πετρέλαιο και βενζίνες από τους Ερμιονίτες και άλλους, θυμάμαι ότι την άλλη μέρα πιασαν πολλούς και τους έκλεισαν στη φυλακή, η οποία όπως έχω αναφέρει ήταν δίπλα στο σπίτι της Μαρίας της Τζανού, Καρακατσάνη,    στο σπίτι του μπάρμπα Αποστόλη του Κατσογιώργη και μου είχε κάνει εντύπωση, ότι είχε ένα μεγάλο παράθυρο, που το είχανε κλείσει με τούβλα και είχαν αφήσει ένα κομμάτι στο επάνω μέρος, για να φέγγει.

Για πολλά χρόνια εκεί που βούλιαξαν το Ολλανδία, στο Μουζάκη, λέγαμε: Που θα πάμε για ψάρεμα; Δε λέγαμε στο Μουζάκη αλλά στο Ολλανδία, στο Τάσο και όχι στον Κουταβά. Ένα πρωί τις μέρες αυτές, αφού με τα στούκας γινόταν ο χαμός με τα πλοία, που πήγαιναν στην Κρήτη, στο μεγάλο αυλάκι στο Κρόθι, που είναι κάτω από το βιολογικό, άραξε ένα αντιτορπιλικό  γεμάτο Νεοζηλανδούς στρατιώτες, οι οποίοι βγήκαν στο σημείο αυτό και με τα πόδια ήρθαν στην Ερμιόνη, πήραν νερό και τρόφιμα και έφυγαν για την Κρήτη.  Από ότι  μάθαμε μετά, το βούλιαξαν τα στούκας στο Μητρώο πέλαγος, κάτω από τα Τρίκερι την άλλη μέρα που έφυγαν από την Ερμιόνη .

Σε 20 ημέρες οι Γερμανοί μπήκαν στην Αθήνα και όλη η Ελλάδα πλέον ήταν υπό Γερμανική και Ιταλική κατοχή. Tο Μάρτη του 41 ήρθαν στην Ερμιόνη 2 Γερμανοί στρατιώτες, Αυστριακής καταγωγής, τον ένα τον έλεγαν Βίλη και τον άλλον Μπρούνο, επίταξαν το σπίτι του Ανδρέα του Πραχαλιά, πάνω από το μαγαζί και ο γιος του Άγγελος και συμμαθητής μας, τους έκανε φίλους. Συνεχίζεται…

 

 

 

ΕΡΜΙΟΝΗ 1940-1946


Ο ΜΑΚΗΣ Ο ΝΑΚΟΣ ΔΙΗΓΕΙΤΑΙ
O Μουσολίνι παρακαλούσε τους Έλληνες και έλεγε:
Δώσε μου λίγα λιμάνια δώσε μου και την Αθήνα δώσε μου, αχ και τον Πειραιά, δώσε μου την Ήπειρο όλη, δώσε μου και τα νησιά σου, δώσε μας και τον Πειραιά… Έτσι φθάσαμε στα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά του πολέμου 40-41.            

Ο ανεφοδιασμός του στρατού μας, γινόταν από το λιμάνι της Πρέβεζας, και από εκεί τα πολεμοφόδια και τα τρόφιμα προωθούντο στο μέτωπο. Είχαν επιταχθεί όλα τα βαπόρια, αυτοκίνητα, άλογα, μουλάρια, για της ανάγκες του στρατού μας, κάποια στιγμή από Χριστούγεννα και μέχρι Μάρτη του 41 σταμάτησαν οι επιθέσεις και οι μάχες με τους Ιταλούς, αφού την είχαν πάθει με τους Έλληνες, ήθελαν να αναδιοργανωθούν και ετοιμαστούν για την εαρινή επίθεση, όπως την έλεγαν.
Όπως έχω αναφέρει, στα αλβανικά βουνά έκανε πολύ κρύο, χιόνια, βροχές, κακουχίες και τα περισσότερα θύματα ήταν από τα κρυοπαγήματα, διότι υποχρεωτικά έπρεπε να τους ακρωτηριάσουν, αλλιώς θα πέθαιναν από γάγγραινα. Υπέφεραν και από πείνα, γιατί οι Αλβανοί δεν ήταν φιλικοί μαζί μας και τα εφόδια ερχόντουσαν  δύσκολα  λόγω καιρού, όταν γύρισαν από το μέτωπο τον Απρίλη του 41 έλεγαν ότι πολλές φορές έτρωγαν βαμβακόπιτα, που την είχαν τροφή για τα ζώα.     Το Μάρτη του 41 άρχισε η εαρινή επίθεση των Ιταλών, αλλά και πάλι τους πήραμε φαλάγγι και κοντεύαμε να τους πετάξουμε στη θάλασσα.
Βλέποντας την κατάντια τους οι Γερμανία μας κήρυξε τον πόλεμο στις 6 Απριλίου, διότι ήταν σύμμαχοι τους, οπότε έχουμε πλέον δύο μέτωπα, ένα στην Αλβανία και ένα στα σύνορα με την Βουλγαρία, στην περιοχή  του Νέστου ποταμού, διότι από εκεί από τα οχυρά του Ρούπελ, έγινε η επίθεση των Γερμανών. Σε αυτά τα οχυρά υπηρετούσε τότε ο Ερμιονίτης Βασίλειος Κων/νου Νάκος του (Πράμα).


Αντέξαμε 20 ημέρες,, στην τότε πανίσχυρη μηχανή του Κόσμου τη Γερμανική, στις μέρες αυτές αφού το μέτωπο της Αλβανίας είχε καταρρεύσει και οι στρατιώτες επέστρεφαν στα σπίτια τους, με ότι μεταφορικό μέσω ευρίσκαν, οι περισσότεροι με τα πόδια και ένας εξ αυτών ο Ερμιονίτης Τρύφωνας Οικονόμου (Κουνούρε).
Ο Τρύφωνας είχε φτάσει από την Αλβανία οδικώς με τα πόδια,  κάπου κοντά στο Αργος, και σε μια επίθεση των Γερμανικών στούκας, σκοτώθηκε. Συνεχίζεται...

 

 

 

 


Δευτέρα 23 Νοεμβρίου 2015

ΕΡΜΙΟΝΗ 1940-1946


Ο ΜΑΚΗΣ Ο ΝΑΚΟΣ ΔΙΗΓΕΙΤΑΙ

Στην Αθήνα, παίζονται επιθεωρήσεις στα θέατρα και Σατιρίζουν τον Μουσολίνι και τους Ιταλούς, και τους αρχηγούς του, προ παντός τον γαμπρό του τον Τσίανο, ο οποίος είχε πανδρευτεί την κόρη του Εντα και ήταν υπουργός εξωτερικών και ο Μουσολίνι του Τραγουδάει :

Αχ Τσίανο θα τρελαθώ Τσίανο, με τους τσολιάδες ποίος μου είπε να τα βάλω και η χώρα η πονεμένη, τον Ντουτσε περιμένει, μα που να τον βρει.

Η κόρη του Μουσολίνι η Εντα, είχε θαλαμηγό την Λαούρανα (Δαφνούλα) την μετέπειτα Νεράιδα του Λάτση που έκανε την συγκοινωνία από Πειραιά μέχρι Σπέτσες, από το ραδιόφωνο ακούγαμε τραγούδια σατιρικά και πατριωτικά και τα τραγουδούσαμε και παντού κυριαρχούσε το ΑΕΡΑ, που οι στρατιώτες μας μόλις βλέπανε Ιταλούς, φωνάζανε Αέρα και οι Ιταλοί γινόντουσαν άφαντοι. Εποχή άφησε το τραγούδι της Σοφίας Βέμπο :

Παιδιά της Ελλάδος, μες τους δρόμους τριγυρνάνε οι μανάδες  και ζητάνε ν΄ αντικρύσουνε, τα παιδιά τους που ορκίστηκαν στο σταθμό σαν χωρίστηκαν να γυρίσουνε, μα για κείνους που έχουν φύγει και η δόξα τους τυλίγει ας χαιρόμαστε και καμιά ποτέ μην κλάψει, κάθε πόνο της ας θάψει και ας ευχόμαστε, παιδιά της Ελλάδος παιδιά, που σκληρά πολεμάτε, πάνω στα βουνά, παιδιά στη γλυκιά Παναγιά προσευχόμαστε όλες, να ρθετε ξανά.

Και το σατυρικό τραγούδι, κορόιδο Μουσολίνι :                                                 

Με το χαμόγελο στα χείλη, πάν οι φαντάροι μας μπροστά. Και έγιναν         οι Ιταλοί ρεζίλη, γιατί η καρδιά τους δε βαστά. Θα πάρουμε τα μαντολίνα και της Κιθάρες στη γραμμή, θα μπούμε μέσα στη Αθήνα, κατά τετράδες στη γραμμή, κορόιδο Μουσολίνι, κανείς δε θα σου μείνει, εσύ και Ιταλία η πατρίς σου η γελοία, τρέμετε όλοι το χακί, δεν έχεις διόλου μπέσα και όταν θα μπούμε μέσα, ακόμα και στη Ρώμη, γαλανόλευκη θα υψώσουμε σημαία Ελληνική.

 Και ένα άλλο έλεγε:
Εις στο Τάραντα ένα βράδυ, Αγγλικά κάναν ρημάδι και ο Παπανικολής,  τους σαρώνει με μια βολή και μια μπόμπα του Κατσώνη, ένα πλοίο τους σαρώνει, στη Λιβύη άλλο πάλι, Αγγλικά κάναν ρημάδι και οι φασίστες πούσαν κει, έτρεξαν κι ήπιαν ρακί και φώναζαν τρομαγμένοι πάμε οι φτωχή χαμένοι.
Στον κόλπο του Τάραντα ήταν ο ναύσταθμος των Ιταλών.
Συνεχίζεται...

ΕΡΜΙΟΝΗ 1940-1946


Ο ΜΑΚΗΣ Ο ΝΑΚΟΣ ΔΙΗΓΕΙΤΑΙ

Το 1940, αφού είχε προηγηθεί ο τορπιλισμός του πολεμικού πλοίου <ΕΛΛΗ>, την ημέρα της Παναγίας στην Τήνο, από Ιταλικό υποβρύχιο όπως αποδείχτηκε εκ των υστέρων, το οποίο είχε φύγει από τη Λέρο, διότι τότε τα Δωδεκάνησα ήταν υπό Ιταλική κυριαρχία από το 1926. Όταν μετά τον πόλεμο ο Γιάννης ο Μπαρδάκος (Γερμανός), παγαίνανε στα νησιά για ψάρεμα, ερχόταν στην Ερμιόνη και τραγουδούσε ένα τραγούδι, που είχε ακούσει στα νησιά και είχε σχέση με το τορπιλισμό της Έλλης και έλεγε:

<Μπαμπέσικα, μπαμπέσικα την ρίξαν (την τορπίλη), οι άνανδροι φρατέλοι, βούλιαξαν το καράβι μας το δοξασμένο Έλλη >.

Η 28η Οκτωβρίου μας βρήκε στη πρώτη τάξη Δημοτικού, με δασκάλα την κυρά Σοφία τη Βαρελά, ήταν μια μουντή Δευτέρα, τη ημέρα αυτή,αφού συγκεντρωθήκαμε στο προαύλιο του σχολείου για την προσευχή, μας είπαν πώς έχουμε πόλεμο και δεν θα κάνουμε μάθημα. Γύρισα στο σπίτι και η μητέρα μου με έστειλε στο βιβλιοπωλείο του κυρ Γιώργου του Μαρμάρινου, (το Μικράκι) όπως έχω περιγράψει πρωτύτερα και αγόρασα μπλε κόλες, για να βάλουμε στις πόρτες και τα παράθυρα για συσκότιση, να μην βλέπουν φώτα τα αεροπλάνα.

Επιστρατευτήκαν πολλά παλληκάρια από την Ερμιόνη και έφυγαν για το μέτωπο της Αλβανίας, διότι εκεί γινόντουσαν οι μάχες εναντίον των Ιταλών, οι οποίοι είχαν καταλάβει την Αλβανία με σκοπό να επιτεθούν εναντίον της Ελλάδος.

Στους Μύλους της Ερμιόνης είχαν εγκατασταθεί η αεράμυνα, με ένα φυλάκιο και με μια καμπάνα, η οποία κτυπούσε εν είδη συναγερμού, όταν έβλεπαν ύποπτα αεροπλάνα, μάλιστα εκεί υπηρετούσε και ο Μιχαλάκης ο Δάσκαλος.

Από τις εφημερίδες και τα ραδιόφωνα διαβάζαμε και ακούγαμε τα νέα από τον πόλεμο, τις μάχες και τις νίκες του στρατού μας και όταν κατάλαβαν οι δικοί μας την Κορυτσά στη Βόρεια Ήπειρο, έγινε ο χαμός σε όλη την Ελλάδα. Αρχισε όμως και ο χειμώνας στα βουνά της Αλβανίας, με φοβερό κρύο και χιόνια, οι στρατιώτες μας ήθελαν ζεστά ρούχα και άρχισε η αποστολή, της φανέλας του στρατιώτη, όλες οι Ελληνίδες έπλεκαν φανέλες και κάλτσες και ότι άλλο μάλλινο πλεκτό χρειάζονταν, για να προφυλαχτούν από το κρύο και τα φοβερά κρυοπαγήματα.

Στο ταχυδρομείο της Ερμιόνης, γινόταν ο χαμός από τα δέματα που έστελναν στους δικούς μας στρατιώτες. Και επειδή το σπίτι μου ήταν κοντά στο ταχυδρομείο και ο αδελφός μου μαζί με τον Μίμη τον Στανατιώτη, είχαν αντικαταστήσει στο ταχυδρομείο τους Στάθη Λίτσα και Τάσο Οικονόμου (Αδελφό του Γιάννη Τροκαντερό), γιατί είχαν πάει στο μέτωπο, μοιράζανε την αλληλογραφία στα σπίτια. Ο προϊστάμενος του ταχυδρομείου Γιώργος Κοκότης από τα Καλάβρυτα,  είχε αναθέσει στη μητέρα μου και στην αδελφή μου, πριν πάνε τα δέματα στο ταχυδρομείο  να περάσουν από το σπίτι μας, να δεθούν και να σφραγιστούν με βουλοκέρι.
Έτσι η μητέρα μου με ένα καμινέτο, έλιωνε το βουλοκέρι, το έβαζε σε ορισμένα σημεία του δέματος και το σφραγίζανε με μια  σφραγίδα, που είχε επάνω τρία γράμματα Τ.Τ.Τ. δηλαδή Ταχυδρομείο, Τηλεγραφείο, Τηλεφωνείο, για αυτό και οι υπάλληλοι τότε ονομαζόντουσαν Τριατατικοί. Έτσι περνούσαν οι μέρες του πολέμου, με τους Έλληνες να έχουν πάρει φαλάγγι τους Ιταλούς και η μια μετά την άλλη, όλες οι Πόλεις της Βορείου Ηπείρου να έχουν καταλειφθεί από τους Έλληνες, Άγιοι Σαράντα, Χιμάρα, Πρεμετή, Πόγραδετς, Τεπελένι, Κλεισούρα, Αργυρόκαστρο, με φοβερές μάχες προπαντός στο ποταμό Καλαμά (Αώος) και στα χιονισμένα βουνά, με πολλές απώλειες από τις δύο μεριές, προπαντός από τα κρυοπαγήματα, με αποτέλεσμα να τους κόβουν τα πόδια. Συνεχίζεται...

Σάββατο 21 Νοεμβρίου 2015

Η ΕΡΜΙΟΝΗ 1940-1946


Ο ΜΑΚΗΣ Ο ΝΑΚΟΣ ΔΙΗΓΕΙΤΑΙ

Ένα διάστημα μας είχε πιάσει μανία με τις λίλες, ήταν κομμάτια από σπασμένα πιάτα, ανθοδοχεία, κλπ που είχαν διάφορες ζωγραφιές , από τα εργοστάσια που τα κατασκεύαζε,  επισημαίνω δε ότι ήταν περισσότερο κοριτσίστικο παιχνίδι, τις μαζεύαμε και τις δίναμε στα κορίτσια.

 Επίσης θα πρέπει να αναφερθώ στον κλύδωνα, παραμονή της γέννησης του Ιωάννου του προδρόμου 24 Ιουνίου, πηγαίναμε στο Μπίστι και μαζεύαμε καραμπούσια και ανάβαμε φωτιές, γιατί ήταν το έθιμο να περνάμε από πάνω, επειδή από την ημέρα αυτή άρχιζαν τα μπάνια στη θάλασσα.

 Ένα διάστημα το έθιμο αυτό μεταφέρθηκε στο βόρειο λιμάνι, και αφού πηδούσαμε τις φωτιές, πέφταμε κατ΄ ευθεία στη θάλασσα.  Υπήρχε δε προκατάληψης ότι ο,τι αρρώστια είχαμε, θα έφευγε, προπαντός η ψώρα, εξού και το Αρβανίτικο (Σιν Γιάννη ψώρεσε) και μόλις σβήνανε η φωτιές, οι κοπέλες με ένα κανάτι νερό (Το λεγόμενο αμίλητο), γυρνούσαν στις γειτονιές δεν μιλούσαν καθόλου και μέσα στο νερό ρίχναμε ένα προσωπικό αντικείμενο το ριζικάρι, οι ποιο πολλές ρίχνανε ένα κλειδί για να ξεκλειδώσει την τύχη τους, με την ελπίδα ότι κάτι καλό θα συνέβαινε στη ζωή τους.

 Εμείς που είμαστε κοντά στη θάλασσα, όλη την ημέρα και μέσα σ΄ αυτήν παίζοντας με βαρκούλες, καΐκακια και πολλές φορές μας έπιανε η μανία με τις πίλιζες, και παραβγαίναμε τίνος η πιλιζα θα κάνει τα περισσότερα πηδήματα επάνω στην επιφάνεια της θάλασσας, πετώντας με κόλπο μια πέτρα πλακέ, ή ένα κομμάτι από κεραμικό (κεραμιδί) ως επί το πλείστον, διότι αυτό ήταν ποιο λείο και ελαφρύ και έκανε περισσότερα πηδήματα.

Πολλές φορές, παίρναμε τις σκάφες που πλένανε οι μητέρες μας τα ρούχα και τις κάναμε βαρκούλες, η ξυπολησιά έδινε και έπαιρνε, από Ιούνιο έως Σεπτέμβριο δε φοράγαμε παπούτσια, γιατί όλη την ημέρα είμαστε μέσα στη θάλασσα. Το αποκορύφωμα ήταν το αρμίδι, διαλέγαμε το ποίο ίσιο και μακρύ καλάμι, το αρματώναμε με πετονιά, παράμαλλα και αγκίστρια , και από βραδύς πιάναμε καρτσινές (όστρακα) για δόλωμα και πρωί- πρωί στο Μπίτι το φέρναμε βόλτα ψαρεύοντας πέρκες, γύλους, σπάρους, φερλεκούκια, κοκωβιούς, χιβες και ότι άλλο τσίμπαγε στο αγκίστρι, απαραίτητο στη κορυφή ήταν δεμένο ένα μεγάλο αγκίστρι για τα χταπόδια. Στην τσέπη μας θα υπήρχε πάντοτε ένα κομμάτι γαλαζόπετρα, τυλιγμένο σε ένα κομμάτι πανί άσπρο, για τα θαλάμια των χταποδιών.   

Πιστεύω να πήρατε μια ιδέα από την μικρή μου Παυσανιάδα που σας περιέγραψα για την αγαπημένη μας Ερμιόνη, θα συνεχίσω με γεγονότα του πολέμου και της κατοχής. Συνεχίζεται.....  

ΕΡΜΙΟΝΗ 1940-1946


Ο ΜΑΚΗΣ Ο ΝΑΚΟΣ ΔΙΗΓΕΙΤΑΙ

Όπως έχω αναφερθεί στην αρχή η ζωή και η κίνηση, ήταν στο βόρειο λιμάνι της Ερμιόνης, στη μικρή προβλήτα, αράζανε ψαρόβαρκες και μικρό- κάϊκα. Οι βάρκες του βαποριού, γιατί τα βαπόρια δεν πλεύριζαν στη προβλήτα, αλλά σταματούσαν στο ύψος περίπου του Μύλου και από εκεί γινόταν πάντοτε η επιβίβαση και η αποβίβαση με τις βάρκες, εκεί άραζε και η μπενζίνα του Γρηγόρη του Καραγιάννη, η οποία στη διάρκεια του πολέμου και της κατοχής, έκανε τα δρομολόγια για τον Πειραιά, διότι τα βαπόρια είχαν επιταχθεί από το κράτος, για τις ανάγκες του στρατού, μεταφέροντας υλικά και εφόδια πολέμου, στο λιμάνι της Πρέβεζας.

Γιατί από εκεί γινόταν ο ανεφοδιασμός του στρατού, για το αλβανικό μέτωπο με τους Ιταλούς. Στο διάστημα της επίθεσης των Γερμανών τα περισσότερα τα βούλιαξαν τα στούκας (Γερμανικά πολεμικά αεροπλάνα). 
Στη μεγάλη προβλήτα αράζανε τα μεγάλα καΐκια, αυτά που πήγαιναν στην Μπαρμπαριά, του Απόστολου του Κατσογιώργη ο Μπαλαρμιώτης και η Αγία Μαρίνα, του Αντώνη και Γαβρίλη Γεωργίου (Σαλίακου), του Αντώνη του Νόνη (Κολινέκα), του Κοσμέτο, του Γιάννη του Οικονόμου (Νεότσιου). Παλαιότερα πηγαίνανε στη Μπιγκάζα με τα πανιά, αργότερα βάλανε μηχανές. Ερχόντουσαν και ξένα και αράζανε, προπαντός πολλά γριγρί με τις λάμπες τους με ασετιλίνη και ψάρευαν τη νύκτα στο Ερμιονικό κόλπο για αφρόψαρα και βλέπονταστα την νύκτα από μακριά σχημάτιζαν ένα ωραίο θέαμα, κατά την περίοδο που επιτρεπόταν το ψάρεμα με τις ανεμότρατες, ερχόντουσαν και αρέζανε στο λιμάνι.

Τώρα εμείς σαν μικρά παιδιά που είμαστε την εποχή αυτή, εκτός από το σχολείο, το οποίο και αυτό γινόταν μετ΄ εμποδίων λόγω του πολέμου και της κατοχής, είχαμε και τα παιχνίδια μας, ορισμένα από αυτά ηταν εποχιακα, Χριστούγεννα και πρωτοχρονιά το ρόλο, περισσότερο βέβαια για μεγαλύτερους διότι παιζότανε με χρήματα, από τα Μανδράκια γινόταν ο χαμός τις ημέρες αυτές, τις αποκριές ήταν η εποχή που φτιάνανε τις φελάνδρες (Αετούς), πηγαίναμε στου Γκόγκου και αγοράζαμε χρωματιστές κόλες και με καλάμια φτιάχναμε τις μάνες (βάσεις) και τις κολάγαμε στο σκελετό με αλεύρι, όταν δε υπήρχε σπάγκος, ξηλώναμε από πλεχτά μάλλινα τσουράπια (Κάλτσες) και φτιάχναμε την καλούμα.

Το καλοκαίρι κυρίαρχο παιχνίδι ήταν το κολύμπι και στο τέλος κάναμε απολογισμό πόσα μπάνια κάναμε, διότι οι περισσότεροι κάναμε πρωί και απόγευμα και υπολογιζόντουσαν διπλά. 

Τον Σεπτέμβριο μήνα όταν όλα ήταν έτοιμα για τον τρύγο, το λιμάνι και τα Μανδράκια γέμιζαν από άδεια ξύλινα βαρέλια του κρασιού, για να τα πλύνουν να τα καθαρίσουν και να αλλάξουν όσα στεφάνια (Κανάρια) είχαν καταστραφεί, αυτά τα περνάμε και παίζαμε, μαζεύαμε το ρετσίνι από  την λάσπη (την τρεμεντίνα) και φτιάχναμε τα φούσια.                Παλαιότερα είχα αναφερθεί στην εφημερίδα <Ερμιονίς> και στο περιοδικό της Βιβής Σκούρτη, για τα φούσια και κανάρια,

Επίσης αξέχαστα θα μας μείνουν και άλλα παιδικά παιχνίδια, το τζίτζι, το ξυλίκι (Πίτσι), το κουκούδι, η αμπάριζα, το κρυφτό, το κυνηγητό, τα πεντόβολα, τους βόλους, το μπίζ, τη μακριά γαϊδούρα, τις σβούρες, τα καρύδια, τις ασετιλίνες, ανοίγαμε μια λακκούβα ρίχναμε λίγο νερό και μέσα βάζαμε ένα κομμάτι ασετιλίνη (Ακετυλένιο), το σκεπάζαμε με ένα κουτί του γάλακτος και μία τρύπα από καρφί στο πάνω μέρος και με ένα ξύλο μακρύ με φωτιά το πλησιάζαμε στην τρυπούλα από μακριά, και αυτό πεταγόταν στα ύψη.

 

 

 

 

Παρασκευή 20 Νοεμβρίου 2015

Η ΕΡΜΙΟΝΗ 1940-1946


Ο ΜΑΚΗΣ Ο ΝΑΚΟΣ ΔΙΗΓΕΙΤΑΙ  

 

Μεταξύ κτηρίου ΟΤΕ και των σπιτιών και μαγαζιών του Ιωάννου Λαδά, στεγάζονταν τότε επί του δρόμου η Ηλεκτρική μηχανή, που έδινε ρεύμα στα σπίτια της Ερμιόνης και από την άλλη μεριά προς τη θάλασσα, ήταν το λιοτρίβι.

Από τη πρώτη γλίστρα μέχρι τη στροφή, που περνούμε για να πάμε στο μύλο, δηλαδή όλο σχεδόν το κρηπίδωμα, εκεί που παρκάρουν τα φορτηγά και τα πούλμαν, εκεί που γίνεται η λαϊκή, και το Γήπεδο και ο ιστιοπλοϊκός όμιλος, ήταν βουρκάδα και βάλτος και δεξιά στα βράχια του κρόθι, ήταν οι γούρνες που έβγαινε γλυκό νερό, το οποίο ανακατευόταν με το νερό της θάλασσας και γινόταν υφάλμυρο. Εκεί πήγαιναν οι γυναίκες και έπλεναν τις λιοπάνες, χράμια, βελέντζες, κλπ. Κρόθι στα Αρβανίτικα θα πει Πηγή-νερου και επειδή στο σημείο αυτό έβγαινε νερό, πήρε και το βουνό την ονομασία Κρόθι.                                             

 

Οι γούρνες επί πολλά χρόνια ήταν σκεπασμένες, για προστασία από τη βροχή και τον Ήλιο, ΒΔ των σπιτιών του Λαδά, μέχρι τον ΟΤΕ και σχεδόν στο ύψος του λιμεναρχείου, ήταν όλο βούρλα και από τα βούρλα και μετά υπήρχε μια συστάδα από ευκάλυπτα. Και από τα ευκάλυπτα και μετά το γήπεδο του Ερμή – καμιά σχέση με το σημερινό –  μετά το γήπεδο, ήταν δυο-τρία πέτρινα αλώνια εξού και η ονομασία της περιοχής, που αλώνιζαν το σιτάρι και το κριθάρι με τα άλογα, έως ότου ήρθε η αλωνιστική μηχανή γύρω στο 1939-40 και καταργήθηκαν.

Δυτικά από αυτά που περιγράφω, μέχρι την ανατολική μάνδρα της βίλας του Λεούση, δεν υπήρχε κανένα κτίσμα. Για να σας δώσω να καταλάβετε από τα σπίτια σήμερα της οικογένειας Λαδά και από τη Δήμητρα, μέχρι το Κρόθι και τον Άγιο Μηνά, δεν υπήρχε κανένα σπίτι.                               Δυτικά του τότε γηπέδου, του Νηπιαγωγείου, δημοτικού σχολείου και του σημερινού γηπέδου, ήταν όλο κτήματα (χωράφια) που έσπερναν στάρια και κριθάρια.  

Εκεί που είναι σήμερα το Super Market Δήμητρα, ήταν μια γέφυρα, και μέχρι στα δύο πηγάδια το ένα δίπλα στο κτήμα αφων Πάλη (Κοματά), και το άλλο με τις κορύτες για το πότισμα των ζώων, (Μεγαλοπήγαδο) ήταν άλλη γεφυρα, διότι μεταξύ Δήμητρας και των δύο πηγαδιών. υπήρχε ο δρόμο αριστερά και δεξιά, ήταν το κομμάτι αυτό ποτάμι, το οποίο ποτάμι συνόρευε με το δρόμο και το κτήμα Ιωάννου Παπαμιχαήλ, (Σημερινό κτήμα Χηλαρη –Δήμητρας) διότι όταν έβρεχε πολύ και κατέβαιναν τα νερά από το καταφήκι συγκεντρωνόντουσαν στα πηγάδια και από εκεί δια μέσου του ποταμού, έβρισκαν έξοδο προς τη θάλασσα, για αυτό υπήρχαν και τα δύο γεφύρια.  

Από το μεγαλοπήγαδο, έπαιρνε νερό σχεδόν όλη η Ερμιόνη και η μεταφορά του γινόταν με τις στάμνες και με τα ζώα και πολλές φορές από τις γυναίκες, κουβαλώντας τη στάμνα στον ώμο, τα δε νερά των πηγαδιών ήταν τότε αρίστης   ποιότητος, διότι από αυτό πίναμε και δεν παθαίναμε τίποτα.

Στα σπίτια είχαν οι περισσότεροι και στέρνες και μάζευαν το νερό της βροχής, άλλης ποιότητας βέβαια, αλλά πολλοί το έπιναν  στην Ερμιόνη.

Στην Ερμιόνη μέσα, πουλούσε νερό ο Θανάσης ο Λεβέντης (Κίμινος), είχε ένα μουλάρι και στο σαμάρι αριστερά και δεξιά, είχε δύο ντεπόζιτα μικρά με κάνουλα και περνούσε τις γειτονιές και το πουλούσε. Όταν αυτός σταμάτησε τη δουλεία αυτή την έκανε ο Κοσμάς ο Βρετός (Κλοκαντούρης).

Τετάρτη 18 Νοεμβρίου 2015

ΕΡΜΙΟΝΗ 1940-1946


Ο ΜΑΚΗΣ Ο ΝΑΚΟΣ ΔΙΗΓΕΙΤΑΙ


 Ξεκινώντας πάλι από το λιμάνι, μπροστά στο Ηρώων, ήταν το καφενείο και το κουρείο των αδελφών Ανδρέα και Νίκα Βογανατση, στο καφενείο αυτό, το οποίο ήταν από τα ωραιότερα της Ερμιόνης, κεντρικό σημείο για τους καφενόβιους, για συναντήσεις και συζητήσεις, είτε τοπικές η Πολιτικές, για τα δρώμενα και λεγόμενα της εποχής.

Πιο περά στο διώροφο σπίτι της οικογένειας Μειντάνης (Μπαμπόλη) στο ισόγειο, σε μία γωνία. ήταν το κουρείο του Άγγελου του Παπαβασιλείου και στο υπόλοιπο, κατά τη διάρκεια της κατοχής, το είχε ταβέρνα ο Δημήτρη Χατζηπέτρου, ο οποίος δεν ήταν Ερμιονίτης, η  καταγωγή του ήταν από την Απύρανθο της Νάξου, είχε έρθει  στην Ερμιόνη και εισέπραττε τους φόρους. Είχε δε παντρευτεί την Νότα Σπετσιώτη, οι οποία ήταν Ερμιονίτισα, αλλά κατοικούσε με τον αδέλφια  της στο Λαύριο, ήταν πολύ όμορφη και μια χρονιά είχε εκλεγεί Μις Λαύριο, απέκτησαν τρία παιδιά, την Μαριάνθη, το Γιάννη και τη Μαρίνα, έφυγαν μετά την κατοχή και εγκαταστάθηκαν στο Λαύριο, όπου ο Χατζηπέτρος εκλέχτηκε δύο τετραετίες Δήμαρχος.


 Αργότερα ο Γιώργος Μειντάνης (Μπαμπόλης) έπαιζε  τερματοφύλακας στον ΕΡΜΗ, στη ταβέρνα άνοιξε ποδηλατάδικο, εκεί μάθαμε και εμείς ποδήλατο, με ένα για αρχάριους που το ονόμαζαν <Κοπρίτη>, απέναντι ακριβώς στο κρηπίδωμα της παραλίας, ήταν τα δημόσια ουρητήρια, από εκεί και πέρα ήταν χωματόδρομος, από το ύψος της σημερινής Τράπεζας Πειραιώς και μέχρι το σπίτι της οικογένειας Τράκη.

 

O βυθός της θάλασσας αποτελείται από βουρκο και πέτρες και μπροστά ακριβώς  από το σπίτι της οικογένειας Λάζαρου Μήτσου, κατά τον φλεβάρη και Μάρτη. όταν τα νερά έφευγαν, είχε δηλαδή φυρασιά (Άμπωτης) πηγαίναμε με ένα μεγάλο κουτάλι της σούπας και σκάβαμε το βούρκο και της πέτρες και βγάζαμε αχιβάδες, που ήταν πάρα πολύ νόστιμες, ψητές στη σχάρα.       Σε κάποιο σημείο, υπήρχε και ένα μικρό λιμανάκι με πέτρες (Μανδράκι), απέναντι από το φαρμακείο της Ευγενείας της Πάλλη, εκεί που είναι η έκθεση επίπλων, ήταν το σιδεράδικο του Σταμέλου, ποίο πέρα αριστερά πάντα και στα Κυκλώπεια τείχη, ήταν το λιοτρίβι και η φάμπρικα που άλεθε σιτάρι και κριθάρι των Αδελφών Δημήτρη και Χρήστου Βοντα. Σημερινά μαγαζιά του Γιωργου Βοντα, αναφέρω δε ότι το λιοτρίβι τους και του Γιάννη του Λαδά, ήταν τα μοναδικά στην Ερμιόνη που είχαν υδραυλικό σύστημα, για να πιέζουν τα τσούλια (ειδικά φτιαγμένα για τη λάσπη της ελιάς) και δίπλα ήταν το σαμαράδικο του Σωτήρη του Παπαηλιού (Λεσόγιαννη),ο οποίος ήταν περίφημος στο πετάλωμα των οπλών των αλόγων.

 

Ανεβαίνοντας αριστερά στην ανηφόρα, ήταν το σπίτι του Ανάργυρου του Λεμπέση και η φάμπρικα των αδελφών Γιάννη και Αντώνη Σιδέρη, πολύ γνωστή στην περιοχή μας όπου αλέθαμε το σιτάρι, κριθάρι, καλαμπόκι, κ.λ.π. Επάνω από του Σιδέρη ήταν το μπακάλικο του Σαράντου Δημαράκη, πηγαίνοντας στο δρόμο για να βγούμε στην Παναγία, το σπίτι της οικογένειας Βοντα, που είχε και το οδοντιατρείο η Τένια  Βόντα.

Από το Βενζινάδικο του Μάνου, άρχιζε ο αμαξωτός δρόμος που πήγαινε για Κρανίδι, πιο πέρα από του Κριτικού,  δίπλα στο συνεργείο αυτοκινήτων, ήταν το λιοτρίβι του Μιχάλη Οικονόμου, πατέρα του Βασίλη του οικονόμου (Οικονομολόγο), όπως είναι σήμερα το παλιό κτήριο και πιο πέρα δεξιά στο φουγάρο, ήταν το λιοτρίβι του Διαμανου Μέξη που αργότερα ο γιός του Σπύρος, το έκανε εργοστάσιο το οποίο έβγαζε τομάτες σε κονσέρβα, τότε έφτιαξε και το μεγάλο φουγάρο.                    
Από κάτω από του Μέξη προς το Βοριά, είχε και το λιοτρίβι ο Σωτήρης ο Δεδάκης, από εκεί και πέρα δεν υπήρχαν μαγαζιά, ήταν όλο αμπέλια και περιβόλια. Συνεχιζεται...

Τρίτη 17 Νοεμβρίου 2015

ΕΡΜΙΟΝΗ 1940-1946

Ο ΜΑΚΗΣ Ο ΝΑΚΟΣ ΔΙΗΓΕΙΤΑΙ

Εκεί που κάθεται τώρα ο Μάκης Καραγιάννης, ήταν το καφενείο του παππού του Καρακίκουλη και πάνω από το καφενείο στο σπίτι του Κοσμά Παπαμιχαήλ, είχε το μπακάλικο ο πατέρας του και η μητέρα του κυρά Κόλενα, και εδώ, στη κάτω γειτονιά (Μπίστι) πριν από τον Άγιο Αθανάσιο, στο πατρικό σπίτι του Γιάννη και Αριστείδη Φλεβαράκη (Χιώτη), οπού εμείς που μέναμε στη γειτονία, ότι σόλες, ψίδια, φόλες χρειαζόντουσαν τα παπούτσια, τα πηγαίναμε στον κύρ΄ Σταύρο για να μας τα φτιάξει.

Συνεχίζοντας από το λιμάνι, στο περίπτερο σήμερα του Λευτέρη του Καρκατσάνη, ήταν η παράγκα του Διονύση του Κατζιλιέρη, που όπως είχαμε ακούσει παλαιοτέρα, ήταν φορατζίδικο, εισέπρατταν τους φόρους, ο δε Κατζιλίερης είχε και Μύλο απάνω στους μύλους, όπου το διάστημα της κατοχής δούλευε με τα πανιά και πηγαίναμε σιτάρι, κριθάρι, καλαμπόκι, για να τα αλέσει.               

Στή γωνιά, που είναι η καφετέρια του Ντάρκα, ήταν το μαγαζί του Γιώργου του Μπουρνάκη, πατέρα της Μαριάνας Βαρδινογιάννη και συνεχεία οι βενζίνες και πετρέλαια του Μιχάλη Δεληγιάννη, ο οποίος ήταν αντιπρόσωπος της εταιρείας ΣΕL και αργότερα το είχε Βενζινάδικο ο Ανάργυρος Σερφας.

Ο Μιχάλης ο Δεληγιάννης, ήταν ο πρώτος πρόεδρος του αγροτικού συνεταιρισμού Ερμιόνης. Εκεί στο σημερινό κτήριο του Παλυβού, ήταν μία μεγάλη αίθουσα και στη γωνία ήταν το κουρείο του Θανάση του Σαρρή και το υπόλοιπο ήταν ζαχαροπλαστείο του Παντελή Αναμερόγλου, ο οποίος ήταν πρόσφυγας και μπατζανάκης του Θεόδωρου Κωνσταντινίδη, ο οποίος έφτιαχνε ωραίες πάστες, είχε και ένα μοναχοπαίδι τον Κώστα, ένα –δύο χρόνια μεγαλύτερος μου, στο σχολείο δεν τον ήξερε κανένας με το επίθετο του, αλλά με το παρατσούκλι, ο  Κώστας ο ζαχαρομουτης, μελετημένα και ευφυέστατα τα  παρατσούκλια των Ερμιονιτών.

Ανεβαίνοντας προς τα πάνω, στο σημερινό σπίτι του Ανδρέα του Βογανατση, ήταν  τσαγκαράδικο του Παναγιώτη Κωνσταντινίδη, που και αυτός ήταν πρόσφυγας και γαμπρός του Παπαδημήτρη του Μπαρδάκου και με την εγγόνα του Μαρία Κωνσταντινίδου, ήμαστε συμμαθητές στο δημοτικό σχολείο. Τελειώνοντας την ανηφοριά, φάτσα ήταν το σπίτι και χασάπικο του Δημήτρη του Τσέλου, πατέρα του Γιώργου, Κώστα, Ανάργυρου,(Γούλη) Τάσου και Ιωάννας Τσέλου.           
 Δίπλα και αριστερά από το χασάπικο, ήταν το σιδεράδικο του Μαρουλά, πατέρα του Άγγελου και Μάκη (Κόκκινου). Στη γωνία απέναντι από το σπίτι του Τάσου του Παπαγεωργίου (πατρικό), Ήταν ο φούρνος του μπάρμπα Διονύση Γκάτσου, αργότερα Νίκου Λίτσα.

Ανεβαίνοντας δεξιά, στο πατρικό σπίτι της οικογένειας Ντούρου, ήταν το Σαγματοποιείο (Σαμαράδικο) του Τάσου του Ντούρου, φτάνοντας μπροστά στο Κυπαρίσσι, ήταν το καφενείο του Γιάννη του Τράκη, πατέρα της Κικής, Ελένης, και Μαρίας Τράκη, μετά το καφενείο πηγαίνοντας προς την Παναγία,  καί δεξιά, στο  σπίτι της Μαλαματένιας Βόντα,  ήταν η μπακάλο ταβέρνα του Μπεξή και του Θανάση του Πάτσου που ήταν συνέταιροι.

 Πίσω από το ιερό της Παναγίας, το σπίτι του Μιχαλάκη Παπαβασιλείου (Δάσκαλου), στη γωνιά ήταν το κουρείο του Παναγιώτη του Φασιλή, πατέρα του Ηλία Βασίλη και κατεβαίνοντας κάτω μετά την Παναγία, ήταν το σπίτι του Άγγελου του Ζωγράφου και το σαγματοποιείο (Σαμαράδικο) του Δημήτρη Οικονόμου, πατέρα του Πάνου και του Ανάργυρου Οικονόμου. Συνεχίζεται …  

Δευτέρα 16 Νοεμβρίου 2015

ΕΡΜΙΟΝΗ 1940 - 1946


Ο ΜΑΚΗΣ Ο ΝΑΚΟΣ ΔΙΗΓΕΙΤΑΙ

Μπαίνοντας αριστερά από το οπωροπωλείο για να βγούμε στη πλατειούλα, ονομαζόταν η μάνδρα του Καραγιάννη και ενδιάμεσα μέσα στη μάνδρα, ήταν ο φούρνος του Καραγιάννη, αργότερα Βλάση και το λιοτρίβι το οποίο και αυτό δούλευε με μηχανή, μπροστά στο σπίτι σε μια εσοχή του Λάζαρου και της Μπεμπέκας Σπετσιώτη, με τη χουρμαδιά, ήταν μια ξύλινη κατασκευή (Παράγκα)και είχε το κρεοπωλείο ο Παναγιώτης ο Καρδάσης πατέρας της Γιώτας της Καρδαση (Δέδε) σε αυτό δούλευε ως παραγιός ο Σταμάτης  ο Βλαχοδημήτρης με αμοιβή μια οκά κρέας κάθε Σαββάτο.    

Αριστερά στο παλιό σπίτι  κληρονόμων Κουτουλάκη, είχε τότε το γκαράζ ο Σπύρος ο Κουτουλάκης, ο οποίος έβαζε εκεί μέσα το μοναδικό αυτοκίνητο ταξί στην Ερμιόνη, από εκεί πηγαίνοντας προς το φαρμακείο του Αγγέλου του Παπαμιχαήλ, ήταν το ξυλουργείο του Βασίλη και του γιού του Θόδωρου Κανέλλη και αργότερα ήταν το μπακάλικο του Αδριανού του Γκάτσου, πατέρα του Βασίλη και Κώστα Γκάτσου, που αρχικά το  μπακάλικο ο πατέρας τους το είχε στο πατρικό του σπίτι, στη γωνία που είναι τώρα το Σουβλατζίδικο του μάστορα ήταν ένα μικρομάγαζο, με διάφορα ψιλικά είδη ραπτικής τετράδια, βιβλία, του Γιώργου του Μαρμαρινού  πατέρας του Γιάννη και Ντίνας Μαρμαρινού και το ονόμαζε Μικράκι, παλαιότερα είχαμε ακούσει ότι ο Γιώργος ο Μαρμαρινός και ο Παύλος ο Φραγκούλης, με ένα Ταμπλά κρεμασμένο στο λαιμό τους με διαφορα είδη μοδιστρικής, βγαίνανε στη γύρα για να πουλήσουν την πραμάτεια τους και τους είχαν βγάλει ένα σατυρικό τραγούδι:

<Ο Μαρμαρινός και ο Παύλος, βγήκανε στην πάνω χώρα,να πουλήσουν κουβαρίστρες, στρίφωμα και δακτυλήθρες, μα ο Κόσμος δεν τα παίρνει, γιατί ψήφισαν Βερδέλη>

Σε αυτό το σπίτι που έχει φτιάξει τώρα η Λιτσα Κουτρουμπή, εγγονή του Μαρμαρινού, ήταν το καφενείο του Γιάννη του Γκάτσου (Τζίτζα), πατέρα του Φάνη και στο επάνω μέρος στη γωνία, απέναντι από τη Βίλα Λιλίκα, εκεί που είχε ένα διάστημα ο Γιαννης ο Κυριαζής το ξυλουργείο, ήταν το πατρικό λιοτρίβι του μπάρμπα Γιωργάκη του Γκάτσου, παππού του Φάνη και Μάκη Γκάτσου, εγώ το είχα προλάβει με τη μονή πέτρα και το αλώνι ανοικτό, την πέτρα τη γύριζε ένα άλογο και μπροστά από το άλογο ένας εργάτης με ένα φτυάρι, φτυάριζε της ελιές προς την πετρά για να τις κάνει λάσπη, εκεί που είχε η Φρειδερίκη Κοτταρα το καθαριστήριο, είναι το πατρικό σπίτι του Ανάργυρου και της Άννας Μπαρδάκου, όπου η μητέρα τους κυρά Πίτσα και ο πατέρας τους Μήτσος Μπαρδάκος (Καλόστος), ειχαν το μπακάλικο. Το Καλόστος, ήταν το παρατσούκλι του μπάρμπα Μήτσου, διότι οποίος έμπαινε στο μαγαζί για ψώνια, άνδρας, γυναίκα, παιδιά, η πρώτη κουβέντα ήταν καλόστους και οι Ερμιονίτες δεν θελαν και πολλά και του το κόλλησαν << ο καλόστος>>  στη γωνία απέναντι στη Βίλα Λιλίκα, στο σημερινό σπίτι του Γιάννη Γ. Γκάτσου, ήταν το σιδηρουργείο του Μαστρονικόλα του Λουλουδάκη, πατέρα του Γιώργου Λουλουδάκη (Κουμουνδούρου) δίπλα στο ημιτελές σπίτι του Βασίλη του Νάκου, καθόταν ο Μανώλης ο Κοτταράς (Καραθάνος), ο οποίος είχε το χασάπικο στου Καντρέβα στο λιμάνι, εκεί που είναι η καφετέρια της Σοφίας Κωστελένου. Συνεχίζεται...                   

 

 

Κυριακή 15 Νοεμβρίου 2015

ΕΡΜΙΟΝΗ 1940 - 1946


Ο ΜΑΚΗΣ Ο ΝΑΚΟΣ ΔΙΗΓΕΙΤΑΙ                                                 

Από την άλλη πλευρά, πηγαίνοντας από το επιπλάδικο του Κοτσογκιώνη (Παναγιώτη Οικονόμου) προς την Παναγία, δεξιά μας στη γωνία ήταν ο φούρνος του Μήτσου Παναγιώτου, εμείς δεν προλάβαμε να το δουλεύει, αργότερα το είχε ο Παντελής ο Κομμάς και το εκμεταλλευόταν, είχαμε ακούσει ότι μαζί με το φούρνο του Γρηγόρη Καραγιάννη, του Διονύση του  Γκάτσου και του Μήτσου του Μερτύρη, έφτιαχναν τις γαλέτες (διπυρίτης άρτος) που έπαιρναν οι ναυτικοί μας για την Μπαρμπαριά, στον καιρό το δικό μας τις γαλέτες τις έπαιρναν από την Ύδρα, διότι και αυτή ήταν περίφημοι στην κατασκευή τους.

Ανεβαίνοντας προς την Παναγία μετά το φούρνο, ήταν το ραφείο του Κώστα του Κομμά (πατέρα της Μαντώ) και ποίο πάνω στη γωνία δεξιά το χρυσοχοείο του Δημήτρη του Νάκου, πατέρα του Λευτέρη και της Κικής, το μοναδικό τότε, αριστερά το σπίτι του Ανάργυρου του Μερτύρη με το τυροκομείο και το λιοτρίβι, προχωρώντας δεξιά ήταν το τσαγκαράδικο του Πάνου Μανουσάκη, βγαίνοντας στην πλατειούλα της Παναγίας αριστερά, ήταν το κρεοπωλείο του Δημήτρη Παπαμιχαήλ παππού του Χρήστου Παπαμιχαήλ και δίπλα ήταν το διώροφο σπίτι της οικογένειας Ιωάννου Παπαμιχαήλ, πατέρα του Κώστα και της Αικατερίνης Ρήγα Παπαμιχαήλ, που το Ισόγειο ήταν το μπακάλικο του πατέρα τους, ο οποίος είχε ένα από τα ωραιότερα περιβόλια της Ερμιόνης.

 Απέναντι από την είσοδο της Παναγίας, ήταν το καφενείο του Πολυχρονόπουλου, προχωρώντας ήταν η ταβέρνα και το χασάπικο του Μήτσου τού Οικονόμου (Νάνου), πατέρα της Κασσάνδρας, ο οποίος όταν τηγάνιζε τις συκωταριές και τα παϊδάκια, κολαζόταν όλη η Ερμιόνη. Απέναντι ήταν το μπακάλικο των αδελφών Προβελεγκάτου οι οποίοι ήταν πρόσφυγες, δεξιά ήταν η Κοινότητα Ερμιόνης και δίπλα ήταν το Καποδιστριακό, το οποίο χρησιμοποιείτο για αίθουσα δικαστηρίου και στη γωνία στο σημερινό οπωροπωλείο ήταν το ξυλουργείο του Μπάρμπα Κώστα Δεδάκη, που ήταν και αριστερός ψάλτης της Παναγίας και απέναντι αριστερά το ραφείο του Γιώργου Λίτσα, από εκεί και μετά δεν υπήρχαν μαγαζιά.
Ξεκινώντας πάλι από το λιμάνι, από το σπίτι Κωστελένου (Καντρέβα) εκεί ήταν το καφενείο του Καντρέβα, δίπλα στο καφενείο ήταν το εμπορικό του Δαμιανού του Μέξη και το κουρείο του Αλέκου Γκόγκου, στο οποίο είχε και διάφορα ψιλικά, από εκεί θυμάμαι αγοράζαμε τις φιγούρες του Καραγκιόζη και τις κόλλες, για να φτιάξουμε τις φελάνδρες    (Αετούς)τις απόκριες, είχε και αποκλειστική πώληση των εφημερίδων, δίπλα στο κουρείο ήταν το ζαχαροπλαστείο του Θεοδώρου Κωνσταντινίδη, πατέρα του Σταύρου, ο οποίος έφτιαχνε ωραία κανταΐφια και μπακλαβάδες χρησιμοποιώντας βούτυρο γάλακτος, που το έπαιρνε από το τυροκομείο του Ιωσήφ Μερτυρη και μύριζε όλο το λιμάνι από τη νοστιμιά τους  

Συνέχεια εκεί που είναι τώρα το οπωροπωλείο, ήταν τότε το ίδιο μαγαζί του Κουτσουρελάκη, με τα ίδια προϊόντα, αναφέρω δε ότι από την καφετέρια της Σοφίας Κωστελένου, μέχρι το κρεοπωλείο του Ζαβαλάρη και από το μαγαζί του Ηλία του φασιλή μέχρι το ψαράδικο του Μπούλη (Ματθαίος), όλο το τετράγωνο αυτό ήταν Καραγιανέικο και Δεληγιανέικο. Συνεχίζεται
 

Σάββατο 14 Νοεμβρίου 2015

ΕΡΜΙΌΝΗ 1940-1946

Ο ΜΑΚΗΣ Ο ΝΑΚΟΣ ΔΙΗΓΕΙΤΑΙ

Στη δεξιά μεριά του δρόμου, απέναντι από το σπίτι του Πίτ, ακριβώς στη γωνία, ήταν το σπίτι της οικογένειας Προκόπη Μερτύρη (Σκουλούδη), ήταν ένα υπερυψωμένο σαν πλατειούλα με ένα μεγάλο πεύκο, και γύρω – γύρο είχε πλακόστρωτα καθίσματα, εκεί λυνόντουσαν όλα τα πολιτικά ζητήματα, γιαυ το το ονόμαζαν βουλευτήριο και η συζητήσεις άρχιζαν από νωρίς μέχρι τα μεσάνυκτα. Ο Προκόπης ο Μερτυρης, ήταν κουρέας και είχε και Μπαρμπερο- ταβέρνα, από εκεί και πάνω άρχιζε το κέντρο της Ερμιόνης, βεβαίως    εμείς αυτά δεν τα είχαμε προλάβει, απλώς τα είχαμε ακούσει, το σπίτι αυτό το έχει κληρονομήσει η Ντίνα  Γκάτσου   τελευταία πουλήθηκε σε ξένους, οι οποίοι κάθε καλοκαίρι, είναι μόνιμοι  κάτοικοι Ερμιόνης . Ποίο πάνω, ήταν ένα μικρό σπιτάκι της Μαρίνας του Δράκα και
απέναντι ήταν το σπίτι του Γιάννη του Νοταρά πατέρα του Αντώνη ο οποίος είχε φτιάξει στο κάμπο της Ερμιόνης ένα από τα ωραιότερα αμπέλια με κρεβατίνες και καλλιεργούσε μόνο φράουλες επιτραπέζιο σταφύλι και πολλές γυναίκες φτιάχνανε γλυκό φράουλα αφού ξεφλούδιζαν το απ΄ έξω και εβγαζαν τα κουκούτσια με τη φουρκέτα.

Πιο πάνω το επιπλοποιείο του Παναγιώτη Οικονόμου (Κοτσιγκιώνη). Στρίβοντας αριστερά, πηγαίνοντας για τον Ταξιάρχη, στο σπίτι του Λάμπρου Λαμπάτου, ήταν το  Μονοπώλιο που το είχε ο Μενέλαος ο Βοντας, ο πατέρας των κοριτσιών Βόντα, από εκεί ψωνίζαμε χοντρό αλάτι, σπίρτα, καθαρό πετρέλαιο, και χαρτιά της τράπουλας, – παλιές αμαρτίες από δάνεια τα οποία πληρώναμε μέχρι τότε.- Συνεχίζοντας δεξιά ήταν το καφενείο του Σαλαμανικα και ποιο πάνω αριστερά το καφενείο του Δημήτρη Σταματίου (Ρίνας Χατζησωκράτους), αυτά τα δύο δεν τα πολύ θυμάμαι, στη γωνία στρίβοντας για τον Ταξιάρχη, στο σπίτι του Ηλία του Φασιλή, ήταν το σπίτι και το κουρείο του Γιάγκου του Παπαβασιλείου, αδελφού του Μιχαλάκη Παπαβασιλείου (δασκάλου) και απέναντι ακριβώς μεταξύ οικίας Βελούδη και κληρονόμων Γεωργίου Μερτύρη (Σίχιση), ήταν παλιά  κρασοταβερνα και το εμπορικό των αδελφών Φραγκούλη Παναγιώτη (Χανούτης) Παύλος και Μίχος. Αριστερά από το κηπάκι του Ταξιάρχη, απέναντι από Λαογραφικό Μουσείο, ήταν παλιά κρασοταβέρνα και αργότερα τσαγκαράδικο του Μιχάλη Νάκου, αδελφού του πάτερα μου και προς τα κάτω η ταβέρνα και μπακάλικο του Μίμη του Σκλαβουνου, από πάνω από την κυρία είσοδο του Ταξιάρχη, στη πλατειούλα και αριστερά, εκεί που είναι το σημερινό Πνευματικό κέντρο της εκκλησίας, ήταν η ταβέρνα και το λιοτρίβι του τσαούση, μας έκανε εντύπωση σε ένα τοίχο  ήταν κρεμασμένο ένα δέρμα από λεοπάρδαλη. Ο δε Τσαούσης  για να περιποιηθεί  τους φίλους του, έδιωχνε την Τσαουσενα από τη κουζίνα, έπαιρνε μπροστινό χονδρό κρέας (βετούλι) και έκανε το περίφημο Ερμιονίτικο καπαμά και το αυγόκοβε, επειδή ήταν ωραίος μεζές και τραβούσε κρασί, δεξιά στο σημερινό σπίτι του Γιάννη του Σπετσιώτη, ήταν το λιοτρίβι του πατέρα του, που ήταν πολλά χρόνια ψάλτης στον Ταξιάρχη. Στη γωνία αριστερά στο σπίτι της Ήρας Βελέ Φραγκούλη, ήταν το μπακάλικο του πατέρα της Απόστολου και ποίο πάνω το καφενείο του Μενεξή, που αργότερα ο γιος του Παντελής, είχε κάνει ταβέρνα. Μετά πηγαίνοντας προς το δρόμο για το Μοναστήρι, είχε κτίσει ο Παύλος Οικονόμου ένα διώροφο και είχε το καφενείο του, από τις ωραιότερες μεριές της Ερμιόνης. Συνεχίζεται