Ο ΜΑΚΗΣ O ΝΑΚΟΣ ΔΙΗΓΕΙΤΑΙ
Με την έναρξη
του Αλβανικού πολέμου, τα επιβατηγά πλοία της γραμμής είτε επιτάχτηκαν από το κράτος
είτε καταστράφηκαν και η μεταφορά επιβατών και εμπορευμάτων προς Πειραιά και
επιστροφή, γινόταν με μηχανοκίνητα καΐκια.
Στο διάστημα
του Αλβανικού πολέμου μεταξύ Οκτώβρη 1940 και Απρίλη του 41, η επικοινωνία δια ξηράς προς την Αθήνα και Πειραιά δεν
υπήρχε, ούτε και με το Ναύπλιο, προς το οποίο η μετακίνηση γινόταν δια θαλάσσης,
από την Κοιλάδα με καΐκια. Ο δρόμος
Κρανίδι – Ναύπλιο άνοιξε το 1955.
Θα αρχίσω να
περιγράφω από το βόρειο λιμάνι, προς το νότιο (τα Μανδράκια). Τις δύο προβλήτες τις θυμάμαι φτιαγμένες,
τη μικρή μπροστά στο σπίτι του Κωστελένου (Πρώην Καντρεβα) και την μεγάλη
μπροστά στο σπίτι του Ιωσήφ Μερτυρη και Γεωργίου Γανώση, από εκεί και πέρα μέχρι
το σπίτι της Μαρίας του Βρετού (Βεντουρή) ήταν χωματόδρομος και η θάλασσα απείχε
4 έως 5 μέτρα από τα σπίτια, το πρώτο Μανδράκι φτιαγμένο με πέτρες, ήταν μπροστά
στο ανηφορικό δρόμο για το δημοτικό σχολείο, σημερινό Κοινοτικό γραφείο, που ήταν
και ο πρώτος τσιμεντοστρωμένος δρόμος της Ερμιόνης, ο οποίος φτιάχτηκε το 1939.
Στο Μανδράκι
αυτό άραζαν ψαρόβαρκες (Σκαρί παπαδιάς)
του Κοσμά του Νοταρά, του Κοσμά Παπακυριακού, του Θεοδόση Σπετσιώτη ή
(Σκουλιουφα,) του Κυριάκου Παπακυριακού, (Καράβι) η βενζίνα του Αντώνη του
Κυπραίου, που κάθε πρωί μετέφερε τους εργάτες στα μεταλλεία και μια μικρή
βαρκούλα, βαμμένη μέσα έξω με πίσσα, του μπάρμπα Γιάννη του Σαρρή (Τόκου) που ψάρευε
στις κοντινές ακτές, κολπάδα για χταπόδια
και κοροϊδευτικά την ονομάζαμε Μιζούρι, πιο πέρα ήταν ένα μικρό Μανδράκι, μπροστά
στο σπίτι του Απόστολου Κατσογιώργη που άραζαν συνήθως οι μικρές βαρκούλες, που
ανήκαν στα καΐκια του, Μπαλαρμιωτης και Αγία Μαρίνα, πιο πέρα ήταν μια προεξοχή μπαζωμένη
με πέτρες και χώμα, μπροστά στο σπίτι της Ματίνας Σδρέ (Ταρουση) και άραζαν οι βάρκες του Δαμιανού Δαμαλίτη,
του μπάρμπα Φώτη Παπανδρέου και του Σταμάτη Μπενάρδου . Από εκεί και πέρα δεν υπήρχε Μανδράκι και πολλές άραζαν στα βράχια
μεταξύ αυτών και η κούντουλα του μπάρμπα Αλέκου Κυπραίου, που μαζί με τους γιούς
του Μιχάλη και Γιάννη, ψάρευε με δίχτυα και η βάρκα των αδελφών Μόρογλου.
Απο το σπίτι της Πανωραίας της Κιούση-Μερτύρη μέχρι το σπίτι της Μαρίας
Βρετού –Βεντούρη, δεν υπήρχε κανένα αλλο σπίτι παρά μία αποθήκη του Δεληγιάννη,
που τοποθετούσε βαρέλια με πετρέλαιο. Στο σημείο αυτό σήμερα υπάρχει το σπίτι του
Σιρίβλη. Μετά το σπίτι της Μαρίας του
Βρετού εκεί που αρχίζει ο δρόμος για τον Άγιο Γιάννη, μέσα στη θάλασσα είχαν
βάλει μια μεγάλη πλατιά πέτρα σαν είδος μανδρακιού, η οποία υπάρχει και σήμερα,
χωμένη μέσα στη θάλασσα, θα πρέπει να την είχαν κατεβάσει από τον Άγιο Νικόλαο, που είχαν
βρει τα αρχαία, σε αυτή την πέτρα οι γονείς μου το 1933 με είχαν βαφτίσει, αφού
αυτή την εποχή υπήρχε το έθιμο να βαπτίζουν και στη θάλασσα. Συνεχιζεται.