Από το 1857 έως το έτος 1916 στην Ερμιόνη έζησε ο Ελευθέριος
Σ. Μερτύρης, ο οποίος αυτοβούλως είχε
θεσπίσει στη ζωή του, το μνημόνιο της λιτότητας ως κανόνα διαβίωσης. Ο κ,
Λευτέρης αυτοδημιούργητος επιχειρηματίας, φρόντισε να μορφώσει τα αγόρια της
φαμίλιας του, πέντε τον αριθμό, μέχρι και το σχολαρχείο, εκτός του νεώτερου
Αναργύρου, που φοίτησε στην Αναργύρειο σχολή των Σπετσών. Εκτός των άλλων επιχειρήσεων
είχε στην απάνω Ερμιόνη και μπακάλικο, με το οποίο τροφοδοτούσε τα σπίτια των
ναυτικών και των γεωργών, διατηρώντας δευτέρι των βερεσέδων, μέχρι καθένας από αυτούς,
να μάζευε τη σοδειά του ή να γύριζε από το ταξίδι, να εξοφλήσει το λογαριασμό.
Μια μέρα και ενώ ζύγωναν οι γιορτές, μια κυρά Ερμιονίτισα,
γυναίκα ναυτικού, όπως όλες οι νοικοκυρές, θέλησε να φτιάξη και ένα γλυκό για
τα παιδιά της, πήγε στον κ, Λευτέρη και
του ζήτησε διάφορα φαγώσιμα είδη, όσπρια, αλεύρι, κονιάκ, καρύδια και σταφίδες,
ο κ, Λευτέρης της ετοίμασε την παραγγελία και της την έδωσε, γράφοντας στο
δευτέρι το ποσό του χρέους, η κυρά εξέτασε τα πράγματα και είδε να λείπουν το κονιάκ,
η σταφίδες και τα καρύδια και με απορία ρώτησε τον κυρ, Λευτέρη γιατί δεν τα
συμπεριέλαβε στα ψώνια, τότε ο κυρ, Λευτέρης την κοίταξε αυστηρά και της είπε: Άκου
να σου πω κυρά μου, τα καλούδια από άλλο μαγαζί, όχι απ το δικό μου, από εδώ θα
παίρνεις ότι χρειάζεσαι να ταΐσεις τα παιδιά σου και τα γλυκά, να τα αφήσεις όταν
γυρίσει ο άντρας σου, που θαλασσοπνίγεται.
Πείρε η κυρά την πραμάτεια, κατέβασε το κεφάλι και όπου φύγει-φύγει!!!
Ο κυρ’ Λευτέρης δεν ήταν αυστηρός μονό στους ξένους, αλλά και
στη φαμίλια του, έτσι και όταν παντρεύτηκε ο πρωτότοκος γιός του ο Σταμάτης και
παππούς μου, την γιαγιά μου την Ασπασία του Μιχάλη του Κουτούβαλη, μια όμορφη
γαλανομάτα, ο παππούς δεν τους δέχτηκε γιατί ο κανακάρης του, ήδη είχε αθετήσει
τις υποσχέσεις του σε άλλες δύο κοπέλες και αυτό δεν το ανέχονταν οι αρχές του.
Όμως όταν η γιαγιά έκανε την μάνα μου και έδωσε το όνομα της γυναίκας του Ζωής,
τους κάλεσε στο σπιτικό του για φαί και επειδή αυτές τις ημέρες θα πήγαινε στον
Πειραιά, όπως συνήθιζε κάθε χρόνο για ψώνια, ρώτησε τη γιαγιά:
-Ασπασία,
μιας και όρισες στο σπιτικό μας, τι θα ήθελες να σου φέρω τώρα που θα πάω στον Πειραιά
για ψώνια.
-Η γιαγιά του απήντησε με δισταγμό, ενα μεγάλο καθρέπτη Πατέρα.
Ο κυρ, Λευτέρης το σημείωσε στο τεφτέρι με τις παραγγελιές,
πήγε στο Πειραιά έκανε τα ψώνια, και όταν γύρισε κάλεσε όλα του τα παιδιά στο
σπίτι, άνοιξε το τεφτέρι και άρχισε να μοιράζει τα δώρα, κατά την επιθυμία του καθενός. Του κάκου η γιαγιά η
Ασπασία, περίμενε το δώρο της, ώσπου επενέβη η γυναίκα του λέγοντας:
-Λευτέρη του κοριτσιού δεν έφερες τίποτα, την ξέχασες;
-Δεν την ξέχασα Ζωή, αλλά αυτό που ζήτησε η Ασπασία, ούτε
χρειαζούμενο είναι, ούτε και απαραίτητο!!!
Ο κυρ’ Λευτέρης πέθανε το 1916 σε ηλικία 59 ετών, γόνος μια
πτωχής οικογένειας μεταναστών από το Δυρράχιο της Αλβανίας, πού πάντρεψε και
νοικοκύρεψε και τα οκτώ παιδιά του, με την περιουσία που απέκτησε με την
τιμιότητα, την εργατικότητα και το δικό του Μνημόνιο, ως πυξίδα!!!
Συμπέρασμα, εάν η απλή λογική του κύρ’ Λευτέρη, είχε
πρυτανεύσει στην άσκηση εξουσίας των ηγετών
της μεταπολίτευσης, δεν θα είχαμε αδικήσει ούτε την Πατρίδα, ούτε τα παιδιά
μας!!!