Δευτέρα 4 Μαΐου 2020

ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΜΑΚΗ ΤΟΥ ΝΑΚΟΥ Σ8

Πολλές φορές όταν έβλεπαν τον καιρό και χαλούσε, της έφερναν από το λιμάνι και της άραζαν για καραντιά. Προχωρώντας τον πλακόστρωτο προς τα απάνω (Βεγγέρα), δεξιά μας ήταν ο φούρνος του Μήτσου και της Αγλαΐας Μερτύρη, που έφτιαχνε ωραίες κουλούρες ψωμί και εξυπηρετούσε τους Ερμιονίτες για τα ψησίματα των φαγητών, είχε και κάτι μαυροπίνακες στο τοίχο του μαγαζιού, για διάφορες σημειώσεις με την κιμωλία.Στον πίνακα αυτόν, ο ανιψιός τους Παντελής Μήτσου, ζωγράφιζε πολεμικά πλοία και αεροπλάνα και εμείς καθόμαστε και τα θαυμάζαμε, γιατί ήταν καταπληκτικά ωραία.

Συνεχίζοντας το δρόμο προς τα επάνω, συναντάμε το μοναδικό Φαρμακείο στην Ερμιόνη  του Αγγέλου Παπαμιχαήλ, δεξιότερα προς το βοριά ήταν και το λιοτρίβι του, το οποίο τότε μαζί με κάτι λίγα ακόμα λιοτρίβια δούλευαν το αλώνι με μηχανή και όχι με άλογα όπως ήταν τα περισσότερα, πιο πάνω αριστερά από το Φαρμακείο, ήταν το μπακάλικο του και το λιοτρίβι του Μιχάλη του Παπαμιχαήλ (Γιαταγάνα) και κάτω αριστερά στα σκαλιά ήταν το φαναρτζίδικο του Γιάγκου του Παπαβασιλείου, γιο του παπαφρέδου πού έφτιαχνε διάφορα σκεύη από λαμαρίνες, κουβάδες, μπρακάτσες, μπρακάτσες ήταν ένα ειδικός κουβάς που βγάζαμε νερό από τα πηγάδια, και της στέρνες και πάντα οι
Κρανιδιώτες μας κορόιδευαν διότι αυτοί την μπρακάτσα τη λέγανε τέστα.

Ο Γιάγκος ήταν και πολλά χρόνια αριστερός ψάλτης στο Ταξιάρχη, δίπλα στο Μερκουρέικο το σημερινό σπίτι του Απόστολου του Γκάτσου, ήταν κάποιος ράπτης ονόματι Στρατής πρέπει να ήταν πρόσφυγας, τον θυμάμαι γιατί πηγαίναμε και ζητάγαμε μεγάλες καρέλες (Κουβαρίστρες), για να φτιάξουμε τα πατίνια, επάνω από το Φαρμακείο ήταν το εμπορικό και μπακάλικο του Γιώργου του Παπαγεωργίου, πατέρα του καπεταν Δημήτρη Παπαγεωργίου και ποιο πάνω στο ίδιο κτήριο στη γωνία ηταν το τσαγκαράδικο του Δημήτρη του Δημαράκη (Ντουνούκα).
Προχωρώντας αριστερά, η ταβέρνα του Παπαμιχαήλ που στην Κατοχή ηταν αποθήκη της οργάνωσης και εμαζευαν τρόφημα για του Αντάρτες, αργότερα είχε το επιπλοποιό του ο Αργύρης ο Σπετσιώτου, εκεί σύχναζαν οι διανοούμενοι της αριστεράς, στρίβοντας αριστερά ήταν το σπίτι του Γιάννη του Νοταρά, πρωτοπαλήκαρο του Δημάρχου Αθηνών Μερκούρη, πάτερα του Αντώνη του Νοταρά εγγονός του μπάρμπα Αντώνη, που με τη μπρατσέρα ταξίδευε τη Μεσόγειο και τη Μαύρη θάλασσα, μεταφέροντας εμπορεύματα. Σε ένα ταξίδι από Τουρκία προς Αλεξάνδρεια φορτωμένος με φακές, έπαθε ζημιά στο φορτίο και η απαίτηση των ναυλωτών αναφέρεται στα αρχεία των LLOYDS στο Λονδίνο.
Στη δεξιά μεριά του δρόμου, απέναντι από το σπίτι του Πίτ, ακριβώς στη γωνία, ήταν το σπίτι της οικογένειας Προκόπη Μερτύρη (Σκουλούδη), ήταν ένα υπερυψωμένο σαν πλατειούλα με ένα μεγάλο πεύκο, και γύρω – γύρο είχε πλακόστρωτα καθίσματα, εκεί λυνόντουσαν όλα τα πολιτικά ζητήματα, γιαυτο το ονόμαζαν βουλευτήριο και η συζητήσεις άρχιζαν από νωρίς μέχρι τα μεσάνυκτα. Ο Προκόπης ο Μερτυρης, ήταν κουρέας και είχε και Μπαρμπερο- ταβέρνα, από εκεί και πάνω άρχιζε το κέντρο της Ερμιόνης, βεβαίως  εμείς αυτά δεν τα είχαμε προλάβει, απλώς τα είχαμε ακούσει, το σπίτι αυτό το έχει κληρονομήσει η Ντίνα  Γκάτσου, τελευταία πουλήθηκε σε ξένους, οι οποίοι κάθε καλοκαίρι, είναι μόνιμοι  κάτοικοι Ερμιόνης .

Ποιο πάνω, ήταν ένα μικρό σπιτάκι της Μαρίνας του Δράκα και
απέναντι ήταν το σπίτι του Γιάννη του Νοταρά, πατέρα του Αντώνη ο οποίος είχε φτιάξει στο κάμπο της Ερμιόνης ένα από τα ωραιότερα αμπέλια με κρεβατίνες και καλλιεργούσε μόνο φράουλες, επιτραπέζιο σταφύλι και πολλές γυναίκες φτιάχνανε γλυκό φράουλα, αφού ξεφλούδιζαν το απ΄ έξω και εβγαζαν τα κουκούτσια με τη φουρκέτα.

Πιο πάνω το επιπλοποιείο του Παναγιώτη Οικονόμου (Κοτσιγκιώνη). Στρίβοντας αριστερά, πηγαίνοντας για τον Ταξιάρχη, στο σπίτι του Λάμπρου Λαμπάτου, ήταν το  Μονοπώλιο που το είχε ο Μενέλαος ο Βοντας, ο πατέρας των κοριτσιών Βόντα, από εκεί ψωνίζαμε χοντρό αλάτι, σπίρτα, καθαρό πετρέλαιο, και χαρτιά της τράπουλας, – παλιές αμαρτίες από δάνεια τα οποία πληρώναμε μέχρι τότε.

Συνεχίζοντας δεξιά ήταν το καφενείο του Σαλαμανικα και ποιο πάνω αριστερά το καφενείο του Δημήτρη Σταματίου (Ρίνας Χατζησωκράτους), αυτά τα δύο δεν τα πολύ θυμάμαι, στη γωνία στρίβοντας για τον Ταξιάρχη, στο σπίτι του Ηλία του Φασιλή, ήταν το σπίτι και το κουρείο του Γιάγκου του Παπαβασιλείου, αδελφού του Μιχαλάκη Παπαβασιλείου (δασκάλου) και απέναντι ακριβώς μεταξύ οικίας Βελούδη και κληρονόμων Γεωργίου Μερτύρη (Σίχιση), ήταν παλιά  κρασοταβερνα και το εμπορικό των αδελφών Φραγκούλη Παναγιώτη (Χανούτης) Παύλος και Μίχος.

Αριστερά από το κηπάκι του Ταξιάρχη, απέναντι από Λαογραφικό Μουσείο, ήταν παλιά κρασοταβέρνα και αργότερα τσαγκαράδικο του Μιχάλη Νάκου, αδελφού του πάτερα μου και προς τα κάτω η ταβέρνα και μπακάλικο του Μίμη του Σκλαβουνου, από πάνω από την κυρία είσοδο του Ταξιάρχη, στη πλατειούλα και αριστερά, εκεί που είναι το σημερινό Πνευματικό κέντρο της εκκλησίας, ήταν η ταβέρνα και το λιοτρίβι του τσαούση, μας έκανε εντύπωση σε ένα τοίχο  ήταν κρεμασμένο ένα δέρμα από λεοπάρδαλη.

Ο δε Τσαούσης  για να περιποιηθεί  τους φίλους του, έδιωχνε την Τσαουσενα από τη κουζίνα, έπαιρνε μπροστινό χονδρό κρέας (βετούλι) και έκανε το περίφημο Ερμιονίτικο καπαμά και το αυγόκοβε, επειδή ήταν ωραίος μεζές και τραβούσε κρασί, δεξιά στο σημερινό σπίτι του Γιάννη του Σπετσιώτη, ήταν το λιοτρίβι του πατέρα του, που ήταν πολλά χρόνια ψάλτης στον Ταξιάρχη. Στη γωνία αριστερά στο σπίτι της Ήρας Βελέ Φραγκούλη, ήταν το μπακάλικο του πατέρα της Απόστολου και ποίο πάνω το καφενείο του Μενεξή, που αργότερα ο γιος του Παντελής, είχε κάνει ταβέρνα.

Μετά πηγαίνοντας προς το δρόμο για το Μοναστήρι, είχε κτίσει ο Παύλος Οικονόμου ένα διώροφο και είχε το καφενείο του, από τις ωραιότερες μεριές της Ερμιόνης. Συνεχίζεται