O ΜΑΚΗΣ Ο ΝΑΚΟΣ ΔΙΗΓΕΙΤΑΙ
Ο Μήτσου πήρε το σχοινί από την άκρη του μανδρακιού, έως τον Φοίνικα
που ήταν δεμένο, ήταν μια έξυπνη κίνηση, διότι καρπώθηκε όλο το σχοινί για τον
εαυτό του. Εκ των υστέρων μάθαμε ότι οι Γερμανοί στην Τσακωνιά είχαν δώσει μάχη, με τους αντάρτες της περιοχής
και είχαν τραυματίες τους οποίους μετέφεραν με το υδροπλάνο στον Πειραιά, ήταν
και αυτό το γεγονός αξέχαστο και γιαυτο σας το περιέγραψα.
Όπως έχω αναφερθεί η
Ερμιονίδα ήταν όλη ανταρτοκρατούμενοι, πολλές φορές ερχόταν και τακτικός στρατός
ανταρτών στην Ερμιόνη, διανυκτέρευαν στο Δημοτικό Σχολείο και στο Σχολείο του
Συγγρού. Η οργάνωση έκανε διάφορες συγκεντρώσεις, με ομιλίες για το κόμμα και την
οργάνωση, στα μικρά παιδιά γινόταν διαφώτισης για τα δρώμενα (Αετόπουλα), στο Καρακάσι υπήρχε φρουρά ανταρτών και Λαϊκό Δικαστήριο,
για αυτούς που ήσαν αντίθετοι με τις ιδέες τους και ήταν Γερμανόφιλοι.
Μαθαίναμε και ακούγαμε ότι γινόντουσαν έκτροπα με θύματα,
ευτυχώς εμείς στην Ερμιόνη δεν είχαμε τέτοιες περιπτώσεις. Μια φορά θυμάμαι, είχαν
πιάσει μια οικογένεια από την Ερμιόνη και τους μετέφεραν στο Καρακάσι και τους κρατούσαν, να τους περάσουν Δικαστήριο
και μετά δεν ξέραμε τι θα τους έκαναν, όμως ξεσηκώθηκε όλη η Ερμιόνη και ανέβηκε
στο Καρακάσι με τα πόδια, δεν έμεινε κανένας στην Ερμιόνη και απαίτησαν από
τους αντάρτες να τους αφήσουν ελεύθερους και αναγκάστηκαν και το έκαναν.
Τέτοιοι ήταν οι Ερμιονίτες σε τέτοιες δύσκολες στιγμές, γιαυτο
δεν είχαμε θύματα από την πλευρά αυτή και όπως έχω αναφερθεί, εμείς μικρά
παιδιά, δεν είχαμε κρίση και γνώμη, απλώς ακούγαμε τα λεγόμενα τους, άλλοι
μεγαλύτεροι από εμάς ήξεραν να κρίνουν, ποίος είχε δίκαιο και ποίος άδικο. Οι Γερμανοί
τα ήξεραν όλα το τι γινόταν στην Ερμιονίδα, διότι είχαν τους δικούς τους ανθρώπους,
που τους έδινα τις πληροφορίες, το τι είχε συμβεί τις ημέρες των εορτών 1943-44,
με τα δέματα και τα τρόφιμα και ένα πρωί ταυ Απρίλη του 1944 θυμάμαι πολύ καλά,
ήταν εβδομάδα του Λαζάρου δεν θυμάμαι ποια, πάντως Πάσχα θα κάναμε 16 Απρίλη
πρωί –πρωί, από σπίτι σε σπίτι από στόμα σε στόμα, συζητείτο ότι έρχονται οι Γερμανοί.
Πράγματι, από μακριά
από τα τσελεβίνια, ακουγόταν ο βόμβος των μηχανών των πολεμικών πλοίων, που ερχόντουσαν
στην Ερμιόνη, ο κόσμος τρομοκρατήθηκε, ότι ενοχοποιητικό στοιχείο υπήρχε από τα
δέματα κάηκε στη γωνιά, τα σπίτια κλειδώθηκαν τα περισσότερα και ο κόσμος οπού φύγει
φύγει, ζώσανε την Ερμιόνη, από το λιμάνι και από τα ευκάλυπτα πέφτανε πυροβολισμοί,
πέφτανε και φωτοβολίδες, ρίχνανε για σήματα δικά τους, οι αντάρτες είχαν φύγει
και είχαν κρυφτεί στο ασπροβούνι, πιάσανε ομήρους και τους είχανε στο καφενείο
των αδελφών Βογανάτση και το ζαχαροπλαστείο του Παντελή του Αναμερλόγλου.
Συνεχιζεται…