Ήταν το τέλος της δεκαετίας του ΄6ο, τότε που το όνομα του
Αριστοτέλη Ωνάση αναφερόταν από τα σαλόνια του Παρισιού,
έως τα Ριξο της Ινδονησίας -Μικρά μεταφορικά αμαξάκια που
τα έσερναν Άνθρωποι, οι οποίοι σου έδιναν ένα μαστίγιο για να
το χρησιμοποιήσεις επάνω τους, όταν δεν ήσουν ευχαριστημένος
με την ταχύτητα που έτρεχε ο άνθρωπος-υποζύγιο, δοκιμάζοντας
την ανθρώπινη αξιοπρέπεια του επιβάτη!!!
-Από που είστε με ρώτησε, με τον πρέποντα σεβασμό που του είχε υποδείξει να φέρεται το αφεντικό του.
-Από την Ελλάδα, του απήντησα. -Που είναι αυτή η χώρα, με ρώτησε με απορία.
-Στην Ευρώπη, στη Μεσόγειο, προσπάθησα να του εξηγήσω με
κάθε σεβασμό στην αμάθεια του, που δεν γνώριζε τη χώρα του
Σωκράτη του Περικλή του Μεγάλου Αλεξάνδρου!!!
Όπου στο τέλος αγανακτισμένος του είπα:
-Ωνάσης, ρε Άνθρωπε μου,
Και τότε ω του θαύματος άρχισε να αναπηδά από χαρά και να φωνάζει.
-Ωνάσης, εσύ γνωρίζεις τον Ωνάση; μου έλεγε και ξανά έλεγε,
κοιτώντας με θαυμασμό,και εγώ με μετριοφροσύνη γιατί
έτυχε να είμαι συμπατριώτης του Ωνάση, του ανθρώπου που προέβαλε την Ελλάδα στα πέρατα της Γης ως ο καλλίτερος Πρεσβευτής, του είπα:
- Δυστυχώς όχι. και με το μεγαλείο ενός Ωνάση,ανέβηκα
στο μικρό του αμαξάκι και αυτός περήφανος που εξυπηρετούσε
τον συμπατριώτη του Ωνάση, έτρεχε όσο ποίο γρήγορα μπορούσε.
Από τότε ο χρόνος αδυσώπητος κυλούσε, μέχρι που έφτασε η κρίση της βίαιης επιβολής των μνημονίων και της επιτήρησης της Τρόικας όπου ένα πρωινό του Μάρτη του 2012 προσγειώθηκα στη Σιγκαπούρη. Μπήκα στο ταξί και είπα στον οδηγό:
-Παρακαλώ, ξενοδοχείο Αμάρα.
Ξεκινήσαμε και πριν διανύσει ένα χιλιόμετρο με ρώτησε διακριτικά.
-Από που έρχεστε Κύριε.
-Από την Ελλάδα. του απήντησα με περηφάνια.
Αυτός στο άκουσμα Ελλάδα, γύρισε με κοίταξε περιφρονητικά και μου είπε:
-Κύριε, όπως ακούμε και διαβάζουμε, η χώρα σας έχει πτωχεύσει
και σας έχουν οι Ευρωπαίοι υπό επιτήρηση, εσείς τι ήρθατε να
κάνετε στη χώρα μας;
-Ήρθα να δω παλιούς μου φίλους του είπα .
-Τι εργασία κάνετε, επέμενε ενοχλητικά.
-Συνταξιούχος, είπα φανερά ενοχλημένος
-Και που βρήκατε τα χρήματα για το ταξίδι σας, Κύριε;
Προτίμησα να μην απαντήσω, ο θυμός με έπνιγε, γιατί σαν
Αριστοτέλη Ωνάση αναφερόταν από τα σαλόνια του Παρισιού,
έως τα Ριξο της Ινδονησίας -Μικρά μεταφορικά αμαξάκια που
τα έσερναν Άνθρωποι, οι οποίοι σου έδιναν ένα μαστίγιο για να
το χρησιμοποιήσεις επάνω τους, όταν δεν ήσουν ευχαριστημένος
με την ταχύτητα που έτρεχε ο άνθρωπος-υποζύγιο, δοκιμάζοντας
την ανθρώπινη αξιοπρέπεια του επιβάτη!!!
-Από που είστε με ρώτησε, με τον πρέποντα σεβασμό που του είχε υποδείξει να φέρεται το αφεντικό του.
-Από την Ελλάδα, του απήντησα. -Που είναι αυτή η χώρα, με ρώτησε με απορία.
-Στην Ευρώπη, στη Μεσόγειο, προσπάθησα να του εξηγήσω με
κάθε σεβασμό στην αμάθεια του, που δεν γνώριζε τη χώρα του
Σωκράτη του Περικλή του Μεγάλου Αλεξάνδρου!!!
Όπου στο τέλος αγανακτισμένος του είπα:
-Ωνάσης, ρε Άνθρωπε μου,
Και τότε ω του θαύματος άρχισε να αναπηδά από χαρά και να φωνάζει.
-Ωνάσης, εσύ γνωρίζεις τον Ωνάση; μου έλεγε και ξανά έλεγε,
κοιτώντας με θαυμασμό,και εγώ με μετριοφροσύνη γιατί
έτυχε να είμαι συμπατριώτης του Ωνάση, του ανθρώπου που προέβαλε την Ελλάδα στα πέρατα της Γης ως ο καλλίτερος Πρεσβευτής, του είπα:
- Δυστυχώς όχι. και με το μεγαλείο ενός Ωνάση,ανέβηκα
στο μικρό του αμαξάκι και αυτός περήφανος που εξυπηρετούσε
τον συμπατριώτη του Ωνάση, έτρεχε όσο ποίο γρήγορα μπορούσε.
Από τότε ο χρόνος αδυσώπητος κυλούσε, μέχρι που έφτασε η κρίση της βίαιης επιβολής των μνημονίων και της επιτήρησης της Τρόικας όπου ένα πρωινό του Μάρτη του 2012 προσγειώθηκα στη Σιγκαπούρη. Μπήκα στο ταξί και είπα στον οδηγό:
-Παρακαλώ, ξενοδοχείο Αμάρα.
Ξεκινήσαμε και πριν διανύσει ένα χιλιόμετρο με ρώτησε διακριτικά.
-Από που έρχεστε Κύριε.
-Από την Ελλάδα. του απήντησα με περηφάνια.
Αυτός στο άκουσμα Ελλάδα, γύρισε με κοίταξε περιφρονητικά και μου είπε:
-Κύριε, όπως ακούμε και διαβάζουμε, η χώρα σας έχει πτωχεύσει
και σας έχουν οι Ευρωπαίοι υπό επιτήρηση, εσείς τι ήρθατε να
κάνετε στη χώρα μας;
-Ήρθα να δω παλιούς μου φίλους του είπα .
-Τι εργασία κάνετε, επέμενε ενοχλητικά.
-Συνταξιούχος, είπα φανερά ενοχλημένος
-Και που βρήκατε τα χρήματα για το ταξίδι σας, Κύριε;
Προτίμησα να μην απαντήσω, ο θυμός με έπνιγε, γιατί σαν
Έλληνας ποτέ στη ζωή μου δεν ένοιωσα ποιο ΤΑΠΕΙΝΩΜΕΝΟΣ.