Τετάρτη 29 Μαΐου 2013

H ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΙΚΟΝΑΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΕΠΙΦΑΝΙΟΥ


Σχετική αναφορά του κ, Ιωάννου Σπετσιώτη

Ο Ελευθέριος Μερτύρης, γενάρχης της οικογένειας Μερτύρη, του οποίου ο πατέρας Σταμάτιος Μερτύρης, καταγόταν από το Δυρράχιο της Αλβανίας, παντρεύτηκε τη Ζωή, ψυχοκόρη του εφοπλιστή Λεούση από την Ύδρα και ιδιοκτήτη του κτήματος Λεούση στην Ερμιόνη και του πλοίου Υδράκι, το οποίο ήταν δρομολογημένο στον Αργοσαρωνικό και είχε ναυπηγηθεί  το 1899 στο λιμένα της Τεργέστης. Εφοδιασμένο με ατμομηχανή που χρησιμοποιούσε για την λειτουργία της, λέβητα (Καζάνι) για την παραγωγή ατμού και ως καύσιμη υλη το κάρβουνο, το οποίο ήταν  ακριβό και για το λόγο αυτό χρησιμοποιούσαν κουκουνάρια, τα οποία μάζευε και αποθήκευε ο παππούς ο Λευτέρης στην αποθήκη, κάτω στο Λιμάνι της Ερμιόνης, εκεί που τώρα είναι  τα σπίτια των Μερτυραίων.          
                              
Εκτιμώντας την εντιμότητα και εργατικότητα του κύρ Λευτέρη ο Λεούσης, τον υποστήριξε, και  προϊόντος του χρόνου αγόρασε κτήματα, έκτισε τυροκομείο, ελαιοτριβείο, παντοπωλείο, καλλιεργούσε αμπέλια και ελαιόδεντρα, διατηρούσε και κτηνοτροφική μονάδα με περισσότερα από χίλια αιγοπρόβατα.
Επειδή στην Ερμιόνη δεν ασχολούντο με την κτηνοτροφία, είχε φέρει κτηνοτρόφους από την Τσακωνιά, οι οποίοι και τον συμβούλευσαν  να κτίσει τον Άγιο Γεώργιο, ο οποίος θεωρείτο προστάτης των αιγοπροβάτων.

Ο κύρ Λευτέρης είχε και μια συνήθεια, όταν τελείωναν οι σοδειές, έπαιρνε το ταγάρι στον ώμο, έμπαινε στο καράβι και πήγαινε στον Πειραιά για να ψωνίσει στο κατάστημα του κουμπάρου του Μοίρα, δώρα για τα παιδιά και τις νύφες, που ο κάθε ένας του παράγγελνε. Σε ένα από τα ταξίδια, όταν πλέον είχε κτίσει τον Άγιο Γιώργη, μετά το έτος 1878, όταν κατέβηκε από το πλοίο στο Πειραιά, ένας μικροπωλητής τον πλησίασε και δείχνοντας του μια εικόνα, του είπε:

-Πατριώτη αυτή η εικόνα είναι για σένα.-Δεν θέλω ρε παιδί μου, του απήντησε ο κύρ Λευτέρης, και προχώρησε να φύγει, όμως ο μικροπωλητής τον ακολούθησε και ικετευτικά του ζητούσε να την αγοράσει. Ο κύρ Λευτέρης φύση καλοπροαίρετος άνθρωπος αγόρασε την εικόνα, την έβαλε στο ταγάρι και πήγε στο κατάστημα των αδελφών Μοίρα, έκανε τις παραγγελιές και την άλλη μέρα γύρισε στο χωριό.  Σαν πήγε στο σπίτι του, που σήμερα επισκευάζεται από τον υιό του Ελευθερίου Δ. Νάκου και τρισέγγονο του, έβγαλε από τον ώμο του το ταγάρι και το παρέδωσε στη γυναικά του, η οποία όπως το πήρε από περιέργεια το άδειασε, να δει τι περιείχε, όμως μόλις είδε την εικόνα, έβαλε τις φωνές στο κύρ Λευτέρη λέγοντας:
-Τι είναι πάλι αυτό που μου κουβάλησες;
-Μην ανησυχείς την καθησύχασε, θα την κρεμάσω στον Άγιο Γιωργή.-Αρκετά έχεις κουβαλήσει του απήντησε και παίρνει την εικόνα και την καταχωνιάζει στο μπαούλο!!!      
Το περιστατικό ξεχάστηκε  και στο σπίτι επανήλθαν οι καθημερινές συνήθειες, η γιαγιά, ξύπναγε πριν  καλά-καλά να φέξει, άναβε φωτιά για να ετοιμάσει τον καφέ του παππού και να βάλει ψωμί, ελιές, τυρί, στο ταγάρι, για να είχε να φάει αφού θα γύριζε αργά το βράδυ από τι δουλειά. Δεν θα πέρασε μια εβδομάδα και ένα πρωί ξύπνησε ο παππούς και είδε τον ήλιο να έχει μπει μες στην αυλή και τη γιαγιά να κοιμάται.
-Ζωή, της λέει ξυπνά, ο Ήλιος έχει ανέβει ένα κοντάρι και εμείς ακόμα κοιμόμαστε.                        
-Έλα καλέ, απάντησε η γιαγιά, ακόμα είναι μεσάνυκτα ονειρεύεσαι, πέσε και κοιμήσου.                         
Ο παππούς κατάλαβε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά με τη γιαγιά και ζύγωσε να το διαπιστώσει, και τότε είδε τα μάτια της γιαγιάς να είναι κλειστά από πύον. Έβαλε τις φωνές, τρέξανε οι κόρες τους, έβρασαν χαμομήλι και καθάρισαν τα μάτια  της γιαγιάς, η οποία μόλις συνήρθε με ιδιαίτερη συγκίνηση είπε:
-Λευτέρη φέρε μου την εικόνα.
-
Ποιά εικόνα τι ρώτησε;
-
Να, αυτή που έφερες από τον Πειραιά και την έβαλα στο μπαούλο.                                                                         
Ο κύρ Λευτέρης  έβγαλε την εικόνα από το μπαούλο και της την πήγε.                                                                            
-Λευτέρη ποίος Άγιος είναι; Ρώτησε η κυρά Ζωή.
Εκείνος έσκυψε φόρεσε τα γυαλιά που κρέμονταν με ένα μαύρο κορδόνι γύρο από το λαιμό του και διάβασε, Άγιος Επιφάνειος.
Η κυρά Ζωή ανακάθισε στην άκρη του κρεβατιού, έκανε το Σταυρό της φίλησε την εικόνα και ψιθύρισε μια ευχή <Άγιε Επιφάνειε, ας γίνω καλά και θα σε γιορτάζω κάθε χρόνο στη γιορτή σου. Η γιαγιά  έγινε καλά και έκτοτε εόρταζαν τον Άγιο Επιφάνειο στις 8η Μαΐου. Αφότου ο παππούς και η γιαγιά  συγχωρέθηκαν,  δεν συνεχίστηκε η καθιερωμένη πανήγυρης και πιθανόν όταν ανέλαβε την επιτήρηση του Ι. ναού ο Γεώργιος Ιωσήφ Μερτύρης να την παρέδωσε  στον πεθερό του, αείμνηστο ιερέα Μιχάλη Νάκο, να την τοποθετήσει  στον ιερό ναό των Ταξιαρχών να λειτουργείται.

Υ.Γ.  Δέσποτα, όταν οι νοικοκυραίοι, έκτιζαν εκκλησίες, ποτέ δεν υποψιαζόντουσαν ότι από οίκους λατρείας, εσείς και οι υποτακτικοί σας, θα τους χρησιμοποιούσατε ως οίκους εμπορίου!!!  Για αυτό πριν να αναλάβετε την διακονία των πιστών, καλόν είναι να μαθαίνεται την ιστορία τους και την προσφορά τους, στην  Εκκλησία του Χριστού και στην εκκλησία του Δήμου, για να προστατεύετε την έξωθι υμών καλή μαρτυρία, γιατί η Πατρίδα, η Θρησκεία, και οι Παραδώσεις, δεν προσφέρονται για … Αργύρια!!!