Τρίτη 26 Μαΐου 2020

ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΜΑΚΗ ΤΟΥ ΝΑΚΟΥ Σ20


Στο ΕΑΜ στην οργάνωση των ανταρτών, ήσαν και πολλοί Ερμιονίτες , της οποίας οργάνωσης, αρχηγός ήταν ο Τάσος Κακαβούτης, γεωπόνος το επάγγελμα, όχι όμως από την Ερμιόνη, ήταν από τα μέρη της Μακεδονίας.

Είχε διοριστεί  από το Κράτος, στην επαρχία τη δική μας και η διαμονή του ήταν στην Ερμιόνη. Ο πόλεμος και η κατοχή τον βρήκε στα μέρη τα δικά μας και στην οργάνωση ήταν το Α και το Ω, με λίγα λόγια έλυνε και έδενε.

Ένα πρωί, κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου των ανταρτών, βλέπουμε αραγμένο στο Μανδράκι του Τροκαντερό, ένα υδροπλάνο, κόσμος παιδιά χαζεύαμε το γεγονός και από ότι μάθαμε την νύκτα, κάπου στο μπουγάζι, πετάγανε κόκκινες φωτοβολίδες, χωρίς να ξέρουμε τι συνέβαινε, στο σημείο αυτό πήγε το καΐκι του Νίκου του Μαρόγιαννη (Τσουλή) και αλλα μικρό- καΐκια το ρυμούλκησαν και σιγά σιγά το έφεραν έξω στα μανδράκι διότι είχε μείνει από καύσιμα, το τι γινόταν μέσα στο υδροπλάνο δεν ήξερε κανείς τίποτα, θα το μαθαίναμε όμως σε λίγο διότι κάποια στιγμή κατά την 11η ώρα, προσθαλασσώνεται στα Μανδράκια ένα άλλο υδροπλάνο, όχι όμως σαν αυτό που ήταν αραγμένο στον Τροκαντερό, αυτό ήταν αεράκατος, δηλαδή δεν είχε βάρκες στα φτερά του, αλλά όλη η άτρακτος έπλεε πάνω στο νερό. Σιγά σιγά ζύγωσε κοντά του, αλλά δεν μπορούσε να πιάσει  δίπλα και έτσι ήλθε και άραξε στο Μανδράκι, που ήταν στο σπίτι της Ανθούλας Δουρούκου Λαζαρίδου.


Πέταξε ένα μεγάλο παλαμάρι από χονδρό σχοινί, αλλά δεν είχαν που να το δέσουν, οπότε ο πατέρας της Ανθούλας ανοίγει την αυλόπορτα όπως είναι σήμερα, γιατί μέσα στην αυλή υπήρχε ένας μεγάλος φοίνικας, όπου δένουν την άκρη γύρω από τον φοίνικα και αρχίζουν να βγάζουν από αυτό πού ήταν αραγμένο στο Τροκαντερό, φορεία με τραυματίες και να τους μεταφέρουν στην αεράκατο, αφού τελείωσαν  πέταξαν και μια μεγάλη μάνικα και έδωσαν καύσιμα στο υδροπλάνο, το οποίο έφυγε πρώτο και  μετά ετοιμάστηκε να φύγει το άλλο, αφού έβαλε εμπρός τις μηχανές και είχε αρχίσει να απομακρύνεται, ήταν όμως ακόμα δεμένο στο φοίνικα, το σχοινί είχε τεντωθεί και αυτοί φώναζαν να το λύσουν, οπότε εκεί ήταν ο Μήτσος ο Μήτσου και φώναζε του πατέρα της ανθούλας,  να του δώσει ένα μαχαίρι να κόψει το σχοινί, πράγματι ο μπάρμπα Νίκος του έφερε το μαχαίρι, αλλά ο Μήτσος δεν πήγε να το κόψει από τον φοίνικα, αλλά έτρεξε στην άκρη του Μαντρακιού και από εκεί το έκοψε και η αεράκατος έφυγε.  

Ο Μήτσου πήρε το σχοινί από την άκρη του μανδρακιού, έως τον Φοίνικα που ήταν δεμένο, ήταν μια έξυπνη κίνηση, διότι καρπώθηκε όλο το σχοινί για τον εαυτό του. Εκ των υστέρων μάθαμε ότι οι Γερμανοί στην Τσακωνιά  είχαν δώσει μάχη, με τους αντάρτες της περιοχής και είχαν τραυματίες τους οποίους μετέφεραν με το υδροπλάνο στον Πειραιά, ήταν και αυτό το γεγονός αξέχαστο και Γιαυτο σας το περιέγραψα.

 Όπως έχω αναφερθεί η Ερμιονίδα ήταν όλη ανταρτοκρατούμενοι, πολλές φορές ερχόταν και τακτικός στρατός ανταρτών στην Ερμιόνη, διανυκτέρευαν στο Δημοτικό Σχολείο και στο Σχολείο του Συγγρού. Η οργάνωση έκανε διάφορες  συγκεντρώσεις, με ομιλίες για το κόμμα και την οργάνωση, στα μικρά παιδιά γινόταν διαφώτισης για τα δρώμενα (Αετόπουλα),  στο Καρακάσι  υπήρχε φρουρά ανταρτών και Λαϊκό Δικαστήριο, για αυτούς που ήσαν αντίθετοι με τις ιδέες τους και ήταν Γερμανόφιλοι.

Μαθαίναμε και ακούγαμε ότι γινόντουσαν έκτροπα με θύματα, ευτυχώς εμείς στην Ερμιόνη δεν είχαμε τέτοιες περιπτώσεις. Μια φορά θυμάμαι, είχαν πιάσει μια οικογένεια από την Ερμιόνη και τους μετέφεραν στο Καρακάσι  και τους κρατούσαν, να τους περάσουν Δικαστήριο και μετά δεν ξέραμε τι θα τους έκαναν, όμως ξεσηκώθηκε όλη η Ερμιόνη και ανέβηκε στο Καρακάσι με τα πόδια, δεν έμεινε κανένας στην Ερμιόνη και απαίτησαν από τους αντάρτες να τους αφήσουν ελεύθερους και αναγκάστηκαν και το έκαναν.

Τέτοιοι ήταν οι Ερμιονίτες σε τέτοιες δύσκολες στιγμές, γιαυτο δεν είχαμε θύματα από την πλευρά αυτή και όπως έχω αναφερθεί, εμείς μικρά παιδιά, δεν είχαμε κρίση και γνώμη, απλώς ακούγαμε τα λεγόμενα τους, άλλοι μεγαλύτεροι από εμάς ήξεραν να κρίνουν, ποίος είχε δίκαιο και ποίος άδικο. Οι Γερμανοί τα ήξεραν όλα το τι γινόταν στην Ερμιονίδα, διότι είχαν τους δικούς τους ανθρώπους, που τους έδινα τις πληροφορίες, το τι είχε συμβεί τις ημέρες των εορτών 1943-44, με τα δέματα και τα τρόφιμα και ένα πρωί ταυ Απρίλη του 1944 θυμάμαι πολύ καλά, ήταν εβδομάδα του Λαζάρου δεν θυμάμαι ποια, πάντως Πάσχα θα κάναμε 16 Απρίλη πρωί –πρωί, από σπίτι σε σπίτι από στόμα σε στόμα, συζητείτο ότι έρχονται οι Γερμανοί.

 Πράγματι, από μακριά από τα τσελεβίνια, ακουγόταν ο βόμβος των μηχανών των πολεμικών πλοίων, που ερχόντουσαν στην Ερμιόνη, ο κόσμος τρομοκρατήθηκε, ότι ενοχοποιητικό στοιχείο υπήρχε από τα δέματα κάηκε στη γωνιά, τα σπίτια κλειδώθηκαν τα περισσότερα και ο κόσμος οπού φύγει φύγει, ζώσανε την Ερμιόνη, από το λιμάνι και από τα ευκάλυπτα πέφτανε πυροβολισμοί, πέφτανε και φωτοβολίδες, ρίχνανε για σήματα δικά τους, οι αντάρτες είχαν φύγει και είχαν κρυφτεί στο ασπροβούνι, πιάσανε ομήρους και τους είχανε στο καφενείο των αδελφών Βογανάτση και το ζαχαροπλαστείο του Παντελή του Αναμερλόγλου. Συνεχιζεται…