Δευτέρα 30 Νοεμβρίου 2015

ΕΡΜΙΟΝΗ 1940-1946





 
 

 

 

 





Ο ΜΑΚΗΣ Ο ΝΑΚΟΣ ΔΙΗΓΕΙΤΑΙ
Στο ΕΑΜ στην οργάνωση των ανταρτών, ήσαν και πολλοί Ερμιονίτες , της οποίας οργάνωσης, αρχηγός ήταν ο Τάσος Κακαβούτης, γεωπόνος το επάγγελμα, όχι όμως από την Ερμιόνη, ήταν από τα μέρη της Μακεδονίας, είχε διοριστεί στο ΕΑΜ στην οργάνωση των ανταρτών, ήσαν και πολλοί Ερμιονίτες , της οποίας οργάνωσης, αρχηγός ήταν ο Τάσος Κακαβούτης, γεωπόνος το επάγγελμα, όχι όμως από την Ερμιόνη, ήταν από τα μέρη της Μακεδονίας είχε διοριστεί στο ΕΑΜ στην οργάνωση των ανταρτών ήσαν και πολλοί   Ερμιονίτες , όχι όμως από την Ερμιόνη, ήταν από τα μέρη της Μακεδονίας, είχε διοριστεί από το Κράτος, στην επαρχία τη δική μας και η διαμονή του ήταν στην Ερμιόνη.
Ο πόλεμος και η κατοχή τον βρήκε στα μέρη τα δικά μας και στη οργάνωση ήταν το Α και το Ω με λίγα λόγια έλυνε καί έδενε.
Ένα πρωί κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου των ανταρτών, βλέπουμε αραγμένο στο Μανδράκι του Τροκαντερό, ένα υδροπλάνο, κόσμος παιδία χαζεύαμε το γεγονός και από ότι μάθαμε την νύκτα, κάπου στο μπουγάζι, πετάγανε κόκκινες φωτοβολίδες, χωρίς να ξέρουμε τι συνέβαινε εκεί στο σημείο αυτό πήγε το καΐκι του Νίκου του Μαρόγιαννη (Τσουλή) και αλλα μικρό- καίκα το ρυμούλκησαν και σιγά σιγά το έφεραν έξω στα μανδράκι διότι είχε μείνει από καύσιμα το τι γινόταν μέσα στο υδροπλάνο δεν ήξερε κανείς τίποτα θα το μαθαίναμε όμως σε λίγο διότι κάποια στιγμή κατά την 11η ώρα προσθαλασσώνεται στα Μανδρακια ένα άλλο υδροπλάνο όχι όμως σαν αυτό που ήταν αραγμένο στον Τροκαντερό, αυτό ήταν αεράκατος δηλαδή δεν είχε βάρκες στα φτερά του, αλλά όλη η άτρακτος έπλεε πάνω στο νερό. Σιγά σιγά ζύγωσε κοντά του, αλλά δεν μπορούσε να πιάσει  δίπλα και έτσι ήλθε και άραξε στο Μανδρακι, που ήταν στο σπίτι της Ανθούλας Δουρούκου Λαζαρίδου.

Πέταξε ένα μεγάλο παλαμάρι από χονδρό σχοινί, αλλά δεν είχαν που να το δέσουν, οπότε ο πατέρας της Ανθούλας ανοίγει την αυλόπορτα όπως είναι σήμερα, γιατί μέσα στην αυλή υπήρχε ένας μεγάλος φοίνικας, όπου δένουν την άκρη γύρω από τον φοίνικα και αρχίζουν να βγάζουν από αυτό πού ήταν αραγμένο στο Τροκαντερό, φορεία με τραυματίες και να τους μεταφέρουν στην αεράκατο, αφού τελείωσαν  πέταξαν και μια μεγάλη μάνικα και έδωσαν καύσιμα στο υδροπλάνο, οποίο έφυγε πρώτο και  μετά ετοιμάστηκε να φύγει το άλλο, αφού έβαλε εμπρός τις μηχανές και είχε αρχίσει να απομακρύνεται, ήταν όμως ακόμα δεμένο στο φοίνικα, το σχοινί είχε τεντωθεί και αυτοί φώναζαν να το λύσουν, οπότε εκεί ήταν ο Μήτσος ο Μήτσου και φώναζε του πατέρα της ανθούλας,  να του δώσει ένα μαχαίρι να κόψει το σχοινί, πράγματι ο μπάρμπα Νίκος του έφερε το μαχαίρι, αλλά ο Μήτσος δεν πήγε να το κόψει από τον φοίνικα, αλλά έτρεξε στην άκρη του Μντρακιού και από εκεί το έκοψε και η αεράκατος έφυγε.   



 

 

 

 

 

 

Ο ΜΑΚΗΣ Ο ΝΑΚΟΣ ΔΙΗΓΕΙΤΑΙ

Στο ΕΑΜ στην οργάνωση των ανταρτών, ήσαν και πολλοί Ερμιονίτες , της οποίας οργάνωσης, αρχηγός ήταν ο Τάσος Κακαβούτης, γεωπόνος το επάγγελμα, όχι όμως από την Ερμιόνη, ήταν από τα μέρη της Μακεδονίας, είχε διοριστεί στο ΕΑΜ στην οργάνωση των ανταρτών, ήσαν και πολλοί Ερμιονίτες , της οποίας οργάνωσης, αρχηγός ήταν ο Τάσος Κακαβούτης, γεωπόνος το επάγγελμα, όχι όμως από την Ερμιόνη, ήταν από τα μέρη της Μακεδονίας είχε διοριστεί στο ΕΑΜ στην οργάνωση των ανταρτών ήσαν και πολλοί   Ερμιονίτες , όχι όμως από την Ερμιόνη, ήταν από τα μέρη της Μακεδονίας, είχε διοριστεί από το Κράτος, στην επαρχία τη δική μας και η διαμονή του ήταν στην Ερμιόνη.
Ο πόλεμος και η κατοχή τον βρήκε στα μέρη τα δικά μας και στη οργάνωση ήταν το Α και το Ω με λίγα λόγια έλυνε  καί έδενε.

Ένα πρωί κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου των ανταρτών, βλέπουμε αραγμένο στο Μανδράκι του Τροκαντερό, ένα υδροπλάνο, κόσμος παιδία χαζεύαμε το γεγονός και από ότι μάθαμε την νύκτα, κάπου στο μπουγάζι, πετάγανε κόκκινες φωτοβολίδες, χωρίς να ξέρουμε τι συνέβαινε εκεί στο σημείο αυτό πήγε το καΐκι του Νίκου του Μαρόγιαννη (Τσουλή) και αλλα μικρό- καίκα το ρυμούλκησαν και σιγά σιγά το έφεραν έξω στα μανδράκι διότι είχε μείνει από καύσιμα το τι γινόταν μέσα στο υδροπλάνο δεν ήξερε κανείς τίποτα θα το μαθαίναμε όμως σε λίγο διότι κάποια στιγμή κατά την 11η ώρα προσθαλασσώνεται στα Μανδρακια ένα άλλο υδροπλάνο όχι όμως σαν αυτό που ήταν αραγμένο στον Τροκαντερό, αυτό ήταν αεράκατος δηλαδή δεν είχε βάρκες στα φτερά του, αλλά όλη η άτρακτος έπλεε πάνω στο νερό. Σιγά σιγά ζύγωσε κοντά του, αλλά δεν μπορούσε να πιάσει  δίπλα και έτσι ήλθε και άραξε στο Μανδρακι, που ήταν στο σπίτι της Ανθούλας Δουρούκου Λαζαρίδου.


Πέταξε ένα μεγάλο παλαμάρι από χονδρό σχοινί, αλλά δεν είχαν που να το δέσουν, οπότε ο πατέρας της Ανθούλας ανοίγει την αυλόπορτα όπως είναι σήμερα, γιατί μέσα στην αυλή υπήρχε ένας μεγάλος φοίνικας, όπου δένουν την άκρη γύρω από τον φοίνικα και αρχίζουν να βγάζουν από αυτό πού ήταν αραγμένο στο Τροκαντερό, φορεία με τραυματίες και να τους μεταφέρουν στην αεράκατο, αφού τελείωσαν  πέταξαν και μια μεγάλη μάνικα και έδωσαν καύσιμα στο υδροπλάνο, οποίο έφυγε πρώτο και  μετά ετοιμάστηκε να φύγει το άλλο, αφού έβαλε εμπρός τις μηχανές και είχε αρχίσει να απομακρύνεται, ήταν όμως ακόμα δεμένο στο φοίνικα, το σχοινί είχε τεντωθεί και αυτοί φώναζαν να το λύσουν, οπότε εκεί ήταν ο Μήτσος ο Μήτσου και φώναζε του πατέρα της ανθούλας,  να του δώσει ένα μαχαίρι να κόψει το σχοινί, πράγματι ο μπάρμπα Νίκος του έφερε το μαχαίρι, αλλά ο Μήτσος δεν πήγε να το κόψει από τον φοίνικα, αλλά έτρεξε στην άκρη του Μντρακιού και από εκεί το έκοψε και η αεράκατος έφυγε.