Ήταν ένα πρωινό του Ιούλη το 1967 όταν προσεγγίζαμε μια αφιλόξενη αμμώδη ακρογιαλιά, ενός παραλιακού χωριού, που τίποτε το ιδιαίτερο δεν σηματοδοτούσε την ύπαρξη του, ούτε φανάρι, ούτε λιμάνι, ούτε κανένα σημαντικό ευδιάκριτο κτήριο, τίποτε απολύτως, εκτός από ένα οικισμό με αραιά σπίτια και άλλες υποτυπώδης κατοικίες .
Με ιδιαίτερη προσοχή και πολύ μικρή ταχύτητα προσεγγίσαμε την ακτή και αγκυροβολήσαμε σε περίπου 300 μέτρα απόσταση. Ερημιά, λίγοι άνθρωποι κυκλοφορούσαν στην παραλία και αυτοί μόνο για να την χρησιμοποιήσουν ως χώρο υγιεινής, με την κελεμπία (Ένα είδος λευκού ενδύματος που σκέπαζε ολόκληρο το σώμα τους ) να χρησιμοποιείται ως επικάλυμμα για να διατηρούνται τα προσχήματα της δημοσίας αιδούς, τα δε θαλάσσια κύματα διατηρούσαν το χώρο καθαρό και εύοσμο !!!
Καμία επικοινωνία ούτε ραδιοτηλέφωνο ούτε ασύρματο, ο μόνος πλησιέστερος σταθμός που στέλναμε τα τηλεγραφήματα αφίξεως το Μπαχρέιν. Πέρασε η μέρα και δεν φάνηκε κανένας, για να ελευθεροκοινωνήσουμε. Την επομένη άρχισα να ανησυχώ, μήπως και δεν είχαν πάρει το τηλεγράφημα, όταν ο υποπλοίαρχος μου πρότεινε να ρίξουμε τη βάρκα και να βγούμε έξω. Όχι του είπα, γιατί δεν ξέρουμε τί νόμοι ισχύουν και μήπως βρεθούμε αδικαιολόγητα σε καμία φυλακή.
Την τρίτη μέρα αποφάσισα να ζυγώσω το καράβι όσο ποιο κοντά μπορούσα στα 50 μέτρα, λασκάροντας την Άγκυρα . Κατεβάσαμε τη σκάλα μέχρι τα δυο σκαλοπάτια να μπουν στο νερό, η θερμοκρασία θα ήταν πάνω από 40 βαθμούς Κελσίου, δίπλωσα το παντελόνι το πουκάμισο και ένα ζευγάρι σαγιονάρες, τα έδεσα στο κεφάλι, κατέβηκα τις σκάλες και προσεκτικά μη βρέξω τα ρούχα μπήκα στη θάλασσα και κολύμπησα μέχρι τη στεριά, βγήκα έξω άπλωσα τα ρούχα στην άμμο γιατί είχαν βραχεί και σε δέκα λεπτά τα φόρεσα και βγήκα σε ένα αμμόδρομο.
Κανένας δε με σταμάτησε, κανένας δε με ρώτησε, μόνο που με κοιτούσαν περίεργα, τότε ρώτησα ένα μάλλον Πακιστανό εργάτη, που είναι το γραφείο του Ραις Χασάν και ευγενικά με οδήγησε στο γραφείο του. Εκεί συνάντησα ένα Ιρανό, που με ρώτησε πώς βρέθηκα εκεί, του εξήγησα και με ιώβειο υπομονή μου είπε κάπταιν εδώ με τη βοήθεια του Θεού, δε βιαζόμαστε. Κάθισα στο σοφά με μαξιλάρια και ένας υπηρέτης κάθε τόσο μου γέμιζε την κούπα με αραβικό καφέ, όταν στο γραφείο ήρθε ένας ιρακινός αριστοκράτης, εξόριστος από το καθεστώς Μπααθ του Iraq και μου συστήθηκε ως τζο Γιατσι, ως ο εξ απορρήτων του Sheh jayan bin syltan και παραλήπτης του φορτίου.
Με πληροφόρησε ότι θα ξεφόρτωνε το φορτίο με φορτηγίδες από την άλλη μέρα το πρωί .Παρακάλεσα τον πράκτορα να μου δώσει ένα γράμμα να χρησιμοποιώ τη βάρκα του βαποριού για να επικοινωνώ με τη στεριά, για τις δουλειές του βαποριού και για τα αναγκαία τρόφιμα. Πράγματι την άλλη ημέρα άρχισε η εκφόρτωση και από τους εργάτες μάθαμε ότι ο σημερινός σεΐχης, είναι ένας προοδευτικός άνθρωπος, που προσπαθεί να αναμορφώσει το Αμπού Ντάμπι, αντίθετα από τον αδελφό του Σαχμπούτ, όποιος αποταμίευε τα έσοδα από το πετρέλαιο, στα υπόγεια του παλατιού σε σημείο που τα τρωκτικά της ερήμου, έστηναν πάρτι με χάρτινες Αγγλικές λίρες.
Το 1966 οι οικογένεια με την υποστήριξη των Αγγλων, έστειλαν τον Σαχμπούτ στο θερινό παλάτι, στην όαση του Αλ Αιν και ανέλαβε ο Σεΐχης Ζαγεντ μπιν σουλτάν, ο οποίος άνοιξε τα ταμεία και άρχισε να αναμορφώνει την έρημο σε επίγειο παράδεισο, όπως είναι τώρα το Αμπού Ντάμπι.
Την τρίτη μέρα της εκφόρτωσης με μια επιστολή με καλούσαν στο γραφείο, που με ζητούσε ο εκπρόσωπος του Σεΐχη, πράγματι η συνάντηση έγινε και μου πρότεινε εάν το πλοίο είναι ελεύθερο να το χρονοναυλώσουν για ένα χρόνο, να μεταφέρει τσιμέντα και ότι άλλο χρειαζόταν, από το Καράτσι του Πακιστάν στο Αμπού Ντάμπι. Στην αρχή ήμουν επιφυλακτικός, γιατί με την κατάσταση που επικρατούσε στη πόλη, είχα αμφιβολίες εάν θα ήταν αξιόπιστοι στις καταβολές των χρημάτων και τις άλλες υποχρεώσεις του πλοίου στα λιμάνια προσεγγίσεως, γιατί δεν υπήρχε άλλη αρχή να διεκδικήσει κανείς τις απαιτήσεις του, ούτε δικαστήρια ούτε λιμεναρχεία τίποτε παρά μόνο ένας, ο Σεΐχης !!!
Εκμυστηρεύτηκα τους φόβους μου στο Τζο Γιατσι, ο οποίος με καθησύχασε ότι στις διεθνής συναλλαγές ακολουθούσαν το Αγγλικό δίκαιο. Υπογράψαμε τη χρονοναύλωση για ένα χρόνο και έτσι άρχισε η συνεργασία μας χωρίς κανένα πρόβλημα. Με τη συμπλήρωση του χρόνου, αντικατέστησα το πλοίο <Μηχαλης> με το <ΑΓΙΑ ΑΝΝΑ> και συνεχίστηκε η συνεργασία. Εν τώ μεταξύ στο Πακιστάν υπουργός των εξωτερικών είχε αναλάβει ο Ζουλφικάρ Αλι Βούτο και μετέπειτα πρωθυπουργός, ο οποίος μέσω του τζο Γιατσι είχε αναπτύξει προσωπικές σχέσεις με τον Σεΐχη, αποβλέποντας και στην οικονομική στήριξη του και μαζί με το φορτίο του έστελνε δώρα, όπως λιοντάρια, άλογα, Καμήλες και σε όλη την κουβέρτα γλάστρες με λουλούδια, τα οποία παρελάμβανε ο ίδιος από το πλοίο, προς καλλωπισμό των δρόμων και πλατειών, που μέρα με την ημέρα άλλαζε όψη το Αμπού Ντάμπι.
Στό πλοίο υπηρετούσαν κατά καιρούς οι Ερμιονίτες, Παπακυριακού Μιχαήλ, Λακούτσης. Δημήτριος, η σύζυγος του Ειρήνη, ο Σταμάτης Λακούτσης και ο μπάρμπα Μιχάλης ο Κομμάς. Όταν το πλοίο διέσχιζε τα στενά για να μπει στο Περσικό κόλπο, τα παραπλέοντα πλοία με απορία παρακολουθούσαν ένα πλοίο σωστός πλωτός ανθόκηπος να πλέει δίπλα τους.
Στις 17 Δεκεμβρίου του 1969 ερχόμενο το πλοίο από την Ινδία προς το Καράτσι, φορτωμένο με τσιμέντα για να παραλάβει τα συνήθη δώρα για το Αμπού Ντάμπι, συνάντησε σφοδρή κακοκαιρία ασυνήθιστη για την εποχή και την περιοχή, με αποτέλεσμα να πάθει ανεπανόρθωτες ζημιές και ο πλοίαρχος προκειμένου να σώσει το πλήρωμα, το προσθαλάσσωσε σε αμμώδη ακτή 60 μίλια νοτίως του λιμένος του Καράτσι . Ήρθε το πλήρωμα στο Καράτσι και από εκεί επαναπατρίστηκε στην Ελλάδα.
Εγώ Παραμονή πρωτοχρονιάς αναχώρησα από Καράτσι για Ντουμπάι, με προορισμό το Αμπού Ντάμπι, προς τακτοποίηση εγκρεμών λογαριασμών. Έφτασα στο Ντουμπάι αργά το βράδυ και κατευθύνθηκα στο μόνο ξενοδοχείο που υπήρχε τότε το Μπουστάν, διευθυντής του οποίου ήταν ο γνώριμος μου κ, Ξενάκης από το Κάιρο και τον παρακάλεσα να μου δώσει ένα οδηγό έμπιστο του να με πάει στο Αμπού Ντάμπι και να με περιμένει να με φέρει πίσω, γιατί το μόνο διεθνές αεροδρόμιο στα Εμιράτα ήταν του Ντουμπάι, από όπου θα επέστρεφα στην Αθήνα.
Πράγματι αναχωρήσαμε περί τις 11.00μμ δρόμος δεν υπήρχε, ούτε φωτισμός, αλλά ο ένας οδηγάς ακολουθούσε τα ίχνη του προηγούμενου αυτοκινήτου μέσα από την έρημο για να φθάσει στο Αμπού Ντάμπι. Πολλές φορές όταν είχε αέρα που μετακινούσε την άμμο και σκέπαζε τα ίχνη του προπορευόμενου, περιπλανιόντουσαν στην έρημο και κατέβαιναν στην ακτή και έπαιρναν [Αμπάριζα). Κατά τα μεσάνυχτα λέω στον οδηγό σταμάτα, συμβαίνει τίποτα κύριε, όχι αλλά αλλάζει ο χρόνος αδερφέ, αναβόσβησε τα φώτα τρεις φορές, σφύριξε άλλες τρεις και προχώρα.
Το πρωί της πρωτοχρονιάς μπήκα στο γραφείο του ΤΖΟ Γιατσι ασπροπόδαρος, ξαφνιάστηκε πως από εδώ Κάπταιν μου λέει και εγώ του εξήγησα το λόγο. Αμέσως ειδοποίησε τόν σεΐχη ο οποίος ήρθε στο γραφείο και αφού μίλησαν Αραβικά, ο Τζο με ζύγωσε και κάτι μου ψιθύρισε κατ΄ εντολή του και εγώ τον ευχαρίστησα ακουμπώντας το χέρι στο μέρος της καρδιάς !!!
Εδώ τελείωσε η συνεργασία μας που διήρκεσε 2 χρόνια και έξη μήνες και αρχίζει το Παραμύθι. Πριν λίγες μέρες στο Νότιο όρμο της Ερμιόνης αγκυροβόλησε ένα υπερπολυτελές πλοίο αναψυχής, ο ιδιοκτήτης του που ήρθε να αγοράσει το Ermioni Club δεν ήταν άλλος, από το υιό του αείμνηστου σεΐχη Ζάγεντ βιν Σουλτάν,
Εγώ και η επιζώντες Ερμιονίτες που υπηρέτησαν
στο <Αγία Άννα> τον καλωσορίζουμε
και ευχόμαστε η παρουσία του στην ιδιαιτέρα
μας Πατρίδα, να είναι χρήσιμη, όσο η δική μας κάποτε, στη δική του.
Νοταράς Γεώργιος