Πέρασε και αυτό το καλοκαίρι του 44, στις αρχές Οκτωβρίου ήρθε στο λιμάνι ένα καΐκι ξένο και απάνω στην κουβέρτα είχε ένα τζιπ στρατιωτικό, με δύο εγγλέζους στρατιώτες, διότι στο Πόρο είχαν αποβιβαστεί Εγγλέζοι στρατιώτες, βγάλανε το τζιπ από το καΐκι στο λιμάνι και έφυγαν προς το Κρανίδι, μετά από 10 ημέρες περίπου οι Γερμανοί έφυγαν και όλη η Ελλάδα ήταν ελεύθερη πλέον.
Δυστυχώς όμως μεσολάβησαν τα Δεκεμβριανά και ο αδελφοκτόνος πόλεμος, με τα τραγικά αποτελέσματα. Στην Ερμιόνη τις μέρες αυτές, συγκεκριμένα παραμονή των τριών Ιεραρχών, 31 Ιανουαρίου 1945 ο Γιώργος ο Σαρρής, (Κουνάνας) ο αδελφός του Μερκούρης ,(Στούμπος) καθόντουσαν τότε στο ισόγειο σπίτι του μπάρμπα Γιάννη του Σαρρή (Τόκου), ο αδελφός μου και εγώ 12 χρονών, μπήκαμε στη βάρκα του Τόκου στο Μισούρι όπως το λέγανε και πήγαμε στο Αλατοβούνι, στο αυλάκι που είναι αριστερά από τη σκάλα του μεταλλείου, που φόρτωναν τα βαπόρια το μετάλλευμα, για να μαζέψουμε ξύλα για τη γωνιά, γιατί εκεί είχε ξερά ξύλα από Βένια και σχοίνα κούτσουρα, αφού γεμίσαμε τη βάρκα φτάσαμε στο Μανδράκι του Αντώνη του Κυπραίου, όπως έχω περιγράψει και άρχισε το ξεφόρτωμα και τα κουβαλάγαμε στα σπίτια μας.
Όταν κάποια στιγμή βλέπουμε εν μεγάλο καΐκι τρεχαντήρι, με ένα πολυβόλο στην πλώρη, στο ύψος του μήλου στο Κρόθι, εκεί ψάρευε για χταπόδια ο μπάρμπα Κυριάκος ο Παπακυριακού με το υιό του Γιάννη στο γυαλί και τον ίδιο στα κουπιά, σταμάτησε δίπλα τους και τους ρωτάει εάν ήσαν αντάρτες στο χωριό και απάντησαν ότι είχαν φύγει, αυτός τους δένει και ερχόντουσαν μαζί για να αράξουν στην άκρη του λιμανιού, εμείς εν τω μεταξύ συνεχίζαμε να μεταφέρουμε τα ξύλα στα σπίτια μας.
Από το Μπίστι ερχόταν ένας αντάρτης οπλισμένος, Ερμιονίτης την καταγωγή, με όπλο και σφαίρες χιαστί στο σώμα του, σταματάει σε μια πασχαλιά που ήταν κάτω από το υπερυψωμένο, με το πεύκο οπως είναι σήμερα το Γιοτιγκ, μπροστά στο σπίτι του Αντώνη του Κυπραίου, βεβαία σήμερα η πασχαλιά δεν υπάρχει στο σημείο αυτό, ταμπουρώνεται στη Πασχαλιά, όλα αυτά μπρός στα μάτια μας και αρχίζει να πυροβολεί το καΐκι, που ήταν μπρός το λιμάνι, εμείς κάπου εκεί κρυφτήκαμε διότι φοβηθήκαμε, φεύγει από την πασχαλιά ανεβαίνει αριστερά το τσιμεντένιο δρόμο, στρίβει δεξιά στη μάνδρα της δασκαλίνας, (Παπαδοπούλου) φτανει στο τυροκομιό του Ιωσήφ του Μερτύρη και βγαίνει στο στενό μεταξύ Πραχάλια και Τάγκαλου, από το καΐκι δεν κατάλαβαν την πρώτη φορά από πού επεφταν οι πυροβολισμοί, μετά τον είδαν στο στενό γιατί και αυτός άρχισε να πυροβολεί, αυτοί αρχίζουν με το πολυβόλο τις ριπές και προς στιγμή έγινε χαμός, λύνουν τους κάβους κάνουν ανάποδα τη μηχανή λύνουν και τη βάρκα, που ήταν δεμένη πίσω τους και φεύγοντας ρίχνουν μια ριπή επάνω στον μπάρμπα Κυριάκο (Καράβι) και τον σκοτώνουν.
Κάπου πήγαν και σταμάτησαν στο νησάκι, εκεί πήγαν με ένα καΐκι από την Ερμιόνη μια επιτροπή με λευκή σημαία, για να τους εξηγήσουν ότι πράγματι δεν υπήρχαν αντάρτες στη Ερμιόνη, αυτοί μπαίνοντας συνάντησαν τον Καράβι που ψάρευε χταπόδια και τον ρώτησαν αν υπήρχαν αντάρτες και ο καράβι τους είπε ότι το πρωί που έφυγαν δεν υπήρχαν, καπετάνιος ήταν κάποιος ονόματι καπεταν Νικόλας, από τις αντίπαλες ομάδες, το κακό όμως δυστυχώς έγινε, όλα αυτά μας τα διηγήθηκε ο γιός του μπαρμπα Κυριάκου ο Γιαννης.
Όταν κάποια στιγμή βλέπουμε εν μεγάλο καΐκι τρεχαντήρι, με ένα πολυβόλο στην πλώρη, στο ύψος του μήλου στο Κρόθι, εκεί ψάρευε για χταπόδια ο μπάρμπα Κυριάκος ο Παπακυριακού με το υιό του Γιάννη στο γυαλί και τον ίδιο στα κουπιά, σταμάτησε δίπλα τους και τους ρωτάει εάν ήσαν αντάρτες στο χωριό και απάντησαν ότι είχαν φύγει, αυτός τους δένει και ερχόντουσαν μαζί για να αράξουν στην άκρη του λιμανιού, εμείς εν τω μεταξύ συνεχίζαμε να μεταφέρουμε τα ξύλα στα σπίτια μας.
Από το Μπίστι ερχόταν ένας αντάρτης οπλισμένος, Ερμιονίτης την καταγωγή, με όπλο και σφαίρες χιαστί στο σώμα του, σταματάει σε μια πασχαλιά που ήταν κάτω από το υπερυψωμένο, με το πεύκο οπως είναι σήμερα το Γιοτιγκ, μπροστά στο σπίτι του Αντώνη του Κυπραίου, βεβαία σήμερα η πασχαλιά δεν υπάρχει στο σημείο αυτό, ταμπουρώνεται στη Πασχαλιά, όλα αυτά μπρός στα μάτια μας και αρχίζει να πυροβολεί το καΐκι, που ήταν μπρός το λιμάνι, εμείς κάπου εκεί κρυφτήκαμε διότι φοβηθήκαμε, φεύγει από την πασχαλιά ανεβαίνει αριστερά το τσιμεντένιο δρόμο, στρίβει δεξιά στη μάνδρα της δασκαλίνας, (Παπαδοπούλου) φτανει στο τυροκομιό του Ιωσήφ του Μερτύρη και βγαίνει στο στενό μεταξύ Πραχάλια και Τάγκαλου, από το καΐκι δεν κατάλαβαν την πρώτη φορά από πού επεφταν οι πυροβολισμοί, μετά τον είδαν στο στενό γιατί και αυτός άρχισε να πυροβολεί, αυτοί αρχίζουν με το πολυβόλο τις ριπές και προς στιγμή έγινε χαμός, λύνουν τους κάβους κάνουν ανάποδα τη μηχανή λύνουν και τη βάρκα, που ήταν δεμένη πίσω τους και φεύγοντας ρίχνουν μια ριπή επάνω στον μπάρμπα Κυριάκο (Καράβι) και τον σκοτώνουν.
Κάπου πήγαν και σταμάτησαν στο νησάκι, εκεί πήγαν με ένα καΐκι από την Ερμιόνη μια επιτροπή με λευκή σημαία, για να τους εξηγήσουν ότι πράγματι δεν υπήρχαν αντάρτες στη Ερμιόνη, αυτοί μπαίνοντας συνάντησαν τον Καράβι που ψάρευε χταπόδια και τον ρώτησαν αν υπήρχαν αντάρτες και ο καράβι τους είπε ότι το πρωί που έφυγαν δεν υπήρχαν, καπετάνιος ήταν κάποιος ονόματι καπεταν Νικόλας, από τις αντίπαλες ομάδες, το κακό όμως δυστυχώς έγινε, όλα αυτά μας τα διηγήθηκε ο γιός του μπαρμπα Κυριάκου ο Γιαννης.
Μάης του 1945 εληξε ο πόλεμος στην Ευρώπη με ητημένη την Γερμανία, όμως ο πόλεμος συνεχιζόταν στη απω Ανατολή, μεταξύ Ιαπωνίας και Αμερικής, στις 6 Αύγουστου το 1945 ρίχνουν οι Αμερικάνοι την ατομική βόμβα στην Χιροσίμα, με την ολική καταστροφής της Πόλεως, όμως οι Ιάπωνες δεν παραδίδονταν, όποτε οι Αμερικανοί μετά από τρείς ημέρες 9/8, ρίχνουν και άλλη μια βόμβα στο Ναγκασάκι, από ότι μάθαμε η βόμβα προορίζονταν για την Οσάκα, αλλά λόγω νεφώσεως την έριξαν στο Ναγκασάκι. Συνεχίζεται...